Περί Οπαδισμού, Ηθικής, και Αλήθειας
Σε μια πρόσφατη και λείαν ανδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ μελών του φόρουμ προέκυψε μια διαφωνία με αφορμή την οποία θα αποπειραθώ να ολοκληρώσω με το τελευταίο της μέρος μία σειρά σκέψεων για το ποδόσφαιρο και τη φιλοσοφία που άρχισε το καλοκαίρι. Στην συζήτηση αυτή τέθηκε το αρκετά γνωστό θέμα της ομάδας ως “ιδεολογίας”—με άλλα λόγια (και σε αντίστιξη με την Μαρξική αναγωγή της ιδεολογίας σε “ψευδή συνείδηση” ή ασυνείδητη αναπαραγωγή της φαντασιακής σχέσης μας με την πραγματικότητα) της ομάδας ως συμβόλου κάποιου συγκεκριμένου πυρήνα ενσυνείδητων αξιών. Η διαφωνία αφορούσε το αν μπορεί να νοηθεί η σχέση μας με την ομάδα μας ως ενσυνείδητη σχέση με ένα σύστημα αξιών ή αν, αντίθετα, αν αυτή η σχέση αναπτύσσεται ασυνείδητα, μέσω εντυπωμένων αναμνήσεων και συσχετισμών και άρα στερείται ηθικής αξίας ή σημασίας.
Η θέση μου εδώ θα είναι να διαφωνήσω ταυτόχρονα και με τις δύο αυτές απόψεις. Θα συμφωνούσα ότι για ορισμένους η εκλογίκευσή μιας συχνά μακροχρόνιας και ιδιαίτερα σταθερής σχέσης με μια ομάδα είναι φυσικό να περνά μέσα από την αποδοχή της ιδέας ότι η σχέση αυτή εκπροσωπεί συγκεκριμένες ατομικές ή συλλογικές αξίες. Εδώ βέβαια προκύπτει η εξόχως λογική αντίρρηση ότι η οπαδική σχέση δεν μπορεί να έχει προκαθορισμένο ηθικό περιεχόμενο, εφόσον, χωρίς αμφιβολία, υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι οπαδοί, ή δεν είναι οπαδοί της δικής μας ομάδας και όμως τους εγκρίνουμε ηθικά και άλλοι, που είναι οπαδοί της δικής μας ομάδας, τους οποίους απορρίπτουμε. Αντιπροτείνεται επομένως να αποδεχτούμε τον μη λογικό, καθαρά συναισθηματικό και ασυνείδητο χαρακτήρα της οπαδικής σκέψης ως δεδομένο, χωρίς να επιχειρούμε να αποδώσουμε στον οπαδισμό κάποιο προκαθορισμένο ηθικό περιεχόμενο.
Και αυτή η δεύτερη άποψη όμως (ας την χαρακτηρίσω “αισθητική” σε αντίθεση με την “ηθικολογική” που συνόψισα πιο πριν) έχει μία σημαντική αδυναμία: συγχέει την απουσία προκαθορισμένου ηθικού περιεχομένου στην οπαδική στάση με την απουσία της ηθικής διάστασης αυτής καθεαυτής. Η πρότασή μου εδώ θα είναι, αντίθετα, ότι ο οπαδισμός έχει ηθικές διαστάσεις, και αυτό όχι παρά το γεγονός αλλά αντίθετα ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν έχει προκαθορισμένο ηθικό περιεχόμενο. Ο βασικός λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό αρχίζει να γίνεται εμφανής από την βασικότερη όλων των συλλογικών ιδεολογιών, τη θρησκεία. Υπάρχει σαφώς μεγάλο ποσοστό αλήθειας στην οπαδική στην έκφραση ότι “η ομάδα είναι θρησκεία.” Αυτή η φράση θα πρέπει να ερμηνευτεί με φιλοσοφική ακρίβεια. Και αυτό διότι το ότι η ομάδα είναι θρησκεία σημαίνει όχι απλώς ότι είναι ιερή, αλλά ότι όπως όλα τα πράγματα που είναι ιερά, δεν έχει προκαθορισμένο ηθικό περιεχόμενο. Ο ανθρωπολόγος Κλωντ Λεβι Στρως έδειξε πειστικά ότι κάτι τέτοιo ισχύει με το “μάνα” των Εβραικών κειμένων, που ουσιαστικά είναι ένα “κενό σημείο” στο οποίο η κοινότητα επενδύει μια σειρά αντιφατικών νοημάτων. Με άλλους, πιο λαϊκούς όρους, ο Χριστιανισμός ή ο Μουσουλμανισμός του ενός μπορεί κάλλιστα να είναι ριζικά αντίθετος ηθικά από τον Χριστιανισμό ή τον Μουσουλμανισμό του άλλου, και ποτέ καμμία θρησκεία δεν απετέλεσε από μόνη της αξιόπιστη βάση κρίσης της ηθικής της κοινωνίας που την εξέθρεψε ή την συντηρεί.
Αν ο οπαδισμός, όπως και η θρησκεία, δεν έχει κανένα προκαθορισμένο ηθικό περιεχόμενο τότε με ποια λογική μιλάμε για σχέση οπαδισμού και ηθικής; Η απάντηση θα είναι απλή: η ηθική διάσταση δεν έγκειται στο περιεχόμενο του οπαδισμού (ή της θρησκείας), αλλά στη μορφή του. Ποια είναι αυτή η μορφή; Μα φυσικά η συλλογικότητα. Αυτήν ακριβώς την διάσταση αγνοεί η κατά τα φαινόμενα απόλυτα λογική απόρριψη κάθε “ηθικο-κεντρικής” προσέγγισης στον οπαδισμό. Η συλλογικότητα αυτή καθεαυτή βέβαια δεν έχει ηθικό περιεχόμενο: υπάρχουν συλλογικότητες με θετικό ηθικό πρόσημο (δημοκρατία, κοινότητες αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης) και συλλογικότητες με αρνητικό ηθικό πρόσημο (οχλοκρατία, φασιστική ομοιομορφία). Ως μορφή όμως, κάθε συλλογικότητα περιέχει την υπόσχεση της εκ-στατικής κοινότητας, και μέσα σε αυτή, της άρσης της ακραιφνώς εργαλειακής και άρα ανήθικης μορφής των σχέσεων σε κοινωνίες ανταγωνιστικού ατομικισμού. Αν σαν επαγγελματίας είμαι αναγκασμένος να κρίνω προοπτικές συνεργασίας με αυστηρά κριτήρια αποτελεσματικότητας ή κέρδους, σαν οπαδός αναστέλλω αυτή ακριβώς την τάση—διεκδικώ με άλλα λόγια την έκθεση σε μια σχέση που να είναι πάνω από όλα απροϋπόθετη. Ο οπαδός δεν εισάγει λογικές προϋποθέσεις σε ότι αφορά την αγάπη του για μια ομάδα. Αν το κάνει, δεν είναι οπαδός. Ως εκ τούτου, αποδέχεται, ανάμεσα σε άλλα, όχι απλώς την πραγματικότητα του πόνου, της ήττας, της θλίψης και της απογοήτευσης, αλλά και την ουσιώδη σημασία τους για την αλήθεια της ύπαρξής του εν γένει. Στην πορεία ανακαλύπτει ότι η άρση της εργαλειακής, δηλαδή κατά τον Καντ εξ’ ορισμού ανήθικης, στάσης απέναντι σε κάτι, δύναται να τον συνδέσει με άλλους που επίσης επιθυμούν να σχετιστούν με κάτι ηθικά και όχι εργαλειακά: Ο οπαδός είναι εξ ορισμού ζώον κοινωνικό. Η αρχαιότερη προσωπική ανάμνηση οπαδικής ευτυχίας δεν είναι παρά μια καμουφλαρισμένη εκδοχή της εκστατικής ευτυχίας της άρσης του ‘εγώ’ από το πλήθος (multitude) την οποία σαν “ενήλικοι” έχουμε διδαχθεί να αντιμετωπίζουμε με αρκούντως “ενήλικο” (δηλαδή συναισθηματικά στραπατσαρισμένο) σκεπτικισμό. Αυτή την άρση ψάχνει ο οπαδός στο γήπεδο, συχνά, βέβαια, έχοντας δείξει έλλειψη σεβασμού στην μοναδικότητά της και επιχειρώντας να την αναπαράγει μηχανικά (με την χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ, με την συνειδητή προσπάθεια να απωλέσει συνειδητό έλεγχο στον εαυτό του).
Η αλήθεια την οποία παράγει ο οπαδισμός λοιπόν δεν είναι άλλη από την άρθρωση της καταπιεσμένης και στους καιρούς μας όλο και πιο αλύτρωτης επιθυμίας για συλλογικότητα. Η αλήθεια αυτή δεν έχει μεταφυσικό χαρακτήρα: κάθε συλλογικότητα μπορεί να ξεπέσει σε απλό δογματισμό, μισαλλοδοξία, απλό αναθεματισμό του διαφορετικού—(“εμείς είμαστε οι πραγματικοί Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Ολυμπιακοί κλπ, οι άλλοι είναι προδότες, παρακμιακοί, άπιστοι” ή “πας μη Χριστιανός, μουσουλμάνος, Ολυμπιακός κλπ, βάρβαρος).” Η αλήθεια αυτή έχει αντίθετα τον χαρακτήρα μιας ευάλωττης υλικής διαδικασίας, είναι κάτι που δημιουργείται έμπρακτα στην ανάπτυξη της συλλογικότητας εφόσον αυτή παραμένει ενεργή, ανοιχτή δηλαδή στην ετερογένειά της,στον δυναμισμό που την καταδικάζει να αλλάζει συνεχώς ισορροπίες, τον εν τέλει αναγκαστικά ασταθή και παροδικό χαρακτήρα της.
Συχνά ακούμε να λέγεται από κάποιους ότι δεν είναι οπαδοί αλλά φίλαθλοι. Ουδέν ψευδέσθερον. Η σχέση με οποιοδήποτε άθλημα αρχίζει αναγκαστικά από τη θέση του οπαδού και αν φτάσει σε αυτή του φιλάθλου είναι γιατί έχει ήδη απογοητευτεί από την οπαδική δυναμική. Κανείς “φίλαθλος” δεν αγάπησε π.χ το ποδόσφαιρο από την αδιάφορα οικουμενική θέση του θεατή με “γενικό” ενδιαφέρον για όλα και τίποτε. Το αγάπησε πρώτα ως οπαδός και από τη θέση του οπαδού. Ο οπαδισμός με άλλα λόγια είναι ένα παράδειγμα του μοναδικού, του απόλυτα συγκεκριμένου, πυρήνα της ίδιας της επαφής με το οικουμενικό. Χωρίς εμπειρία μοναδικότητας (αγαπώ αυτή την ομάδα που βλέπω να παίζει ποδόσφαιρο, αυτή την συγκεκριμένη ενσάρκωση του ποδοσφαίρου), καμμία δυνατότητα ανακάλυψης της οικουμενικότητας (αγαπώ το ποδόσφαιρο γενικότερα και έτσι μπορώ να εκτιμήσω το καλό ποδόσφαιρο πέρα από τις δικές μου οπαδικές προτιμήσεις). Που σημαίνει φυσικά ότι σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση σχέσεων με το σύγχρονο αθλητικό θέαμα η “έκκεντρη”, “μη ουδέτερη” και “μη αντικειμενική” θέση είναι κάθε άλλο παρά παρέκκλιση από κάποια ορθή ουδετερότητα. Θα ήταν σαφώς ακριβέστερο να δούμε στον οπαδισμό την δυνατότητα μιας σχέσης με την αλήθεια ταυτόχρονα απόλυτης (δεν μπορεί να είναι κάποιος οπαδός υπό προϋποθέσεις, εν μέρει οπαδός, οπαδός δύο ανταγωνιστικών μεταξύ τους ομάδων, κλπ) και δι-υποκειμενικής, μιας σχέσης με το οικουμενικό που δεν μπορεί παρά να αρθρωθεί μέσα από το συγκεκριμένο. Υπάρχει χώρος, με λίγα λόγια, για μια φιλοσοφική υπεράσπιση του οπαδισμού ως κάτι παραπάνω από μια απλή αποτυχία να φτάσει κανείς στα υποτιθέμενα ύψη του φιλελεύθερου σχετικισμού ως μοναδικής ώριμης (δηλαδή αρκούντως συμβιβασμένης με τον ακραιφνή ατομικισμό) στάσης ζωής.
ΤΕΛΟΣ