Πέμπτη 9 Αυγούστου 2007

ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΑΜΠΑΛΟΙ

Ο μέσος οπαδός του Ολυμπιακού που θα διαβάσει αθλητική εφημερίδα, θα ακούσει αθλητικό ραδιόφωνο ή θα κινηθεί σε διαδικτυακούς χώρους συζητήσεων, αν δεν ρίχνει τακτικά το βλέμμα του στο ημερολόγιο, εύκολα θα παρασυρθεί στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε στα τέλη Απριλίου και η ομάδα μας έχει και μαθηματικά υποβιβαστεί στην Β’ Εθνική.Άπαντες βάλουν κατά απάντων και ένας μυστήριος διχασμός επικρατεί ανάμεσα σε υποστηριχτές και πολέμιους κάθε ενός προσώπου και επιλογής που αφορά στο ποδοσφαιρικό τμήμα του Ολυμπιακού. Ο πλουραλισμός και η ποικιλία απόψεων ποτέ δεν έβλαψε, φτάνει να μιλάμε για νηφάλιες και τεκμηριωμένες τοποθετήσεις κι όχι για κραυγές, οιμωγές, πανηγυρισμούς και ψιθύρους, με σταθερότητα ανεμοδείκτη και virtual επιχειρηματολογία.

Από την δικαιολογημένη αγωνία και αγανάκτηση λόγω της εξοργιστικής απώλειας χρόνου στην έναρξη της μεταγραφικής περιόδου, περάσαμε στην ομοίως δικαιολογημένη δυσπιστία και επιφύλαξη απέναντι στις διοικητικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην ομάδα. Από ΄κει με την ανακοίνωση των πρώτων μεταγραφών άρχισε η άκρατη θριαμβολογία και εν συνεχεία έλαβε χώρα ο παραλίγο εμφύλιος για το θέμα Καστίγιο, όπου πέραν του ερωτήματος αν πρέπει να πωληθεί ή όχι και σε ποιά τιμή, σημειώθηκε διχασμός και για το πόσο αξίζει τελικά ο εν λόγω ποδοσφαιριστής. Ακολούθως άρχισε η παραφιλολογία του παντελονιάσματος του ποσού της μεταγραφής Καστίγιο οπότε επικράτησε παγωμάρα λόγω της ύφεσης της μεταγραφικής δραστηριότητας της ομάδας και φτάνουμε στην έναρξη των φιλικών αγώνων της ομάδας.

Κακομαθημένοι σε τίτλους και «παιχταράδες» νεαροί της τελευταίας δεκαετίας, συμπλεγματικοί 30άρηδες με την ανάμνηση των πέτρινων χρόνων να τους κυνηγά ακόμη στον ύπνο τους, ξεχασμένοι σε μια άλλη εποχή μεσήλικες και γηραιότεροι οπαδοί του Ολυμπιακού, όλοι μαζί κι ο καθένας ξεχωριστά βάλουν κατά δικαίων και αδίκων και απαξιώνουν το υλικό μιας ομάδας που ανάθεμα αν ένας από τους ποδοσφαιριστές μπορεί να απαριθμήσει τα μικρά ονόματα όλων των συμπαικτών του. Εν ενεργεία διεθνής ποδοσφαιριστής της Εθνικής Αργεντινής χαρακτηρίζεται παλτό ή ημίπαλτο μετά τα πρώτα 60 λεπτά ενός φιλικού με τον Πανιώνιο.

Ο τεχνικός διευθυντής της ομάδας (που μέχρι πρότινος ετοιμαζόταν να αντικρύσει τον αδριάντα του στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά) μετατρέπεται σε κορόϊδο που σκορπάει τα λεφτά της ομάδας σε παίκτες που δεν τα αξίζουν ή σε λαμόγιο που φουσκώνει τις τιμές για να κονομήσει 1 εκ. ευρώ ο μεγαλομέτοχος της ομάδας (ο οποίος συγκαταλέγεται στους πλέον εύπορους Έλληνες). Ο προπονητής της ομάδας, εγνωσμένης προπονητικής μετριότητος, οφείλει να απολογηθεί γιατί η ομάδα δεν αποδίδει θέαμα και αποτελέσματα στο πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου (δικαίως κάποιος έβαζε στοίχημα ότι αν η ομάδα είχε φορμαριστεί οι ίδιοι θα πετροβολούσαν τον Λεμονή για το πρόωρο φορμάρισμα). Στο πρώτο φιλικό της ομάδας στην έδρα της οι φίλαθλοί της την αποχαιρετούν με γιούχα και ρίψη μπουκαλιών, στο δε δεύτερο φιλικό εντός 48 ωρών κατά το μήνα Αύγουστο οι κραυγές αποδοκιμασίας ξεπερνούσαν και αυτές της φιέστας. Ο δε Πανιώνιος πάει καρφί για διηπειρωτικό…

Στο γενικότερο πλάνο θα πρέπει να προστεθούν αθλητικογράφοι οι οποίοι ως νέοι Ιάγοι, προκειμένου να εκμαιεύσουν 1 ευρώ, δεν έχουν πρόβλημα να γράφουν πομφόλυγες απελπισίας που κονταροκτυπιούνται με πομφόλυγες θριάμβου στο προηγούμενο φύλλο. Κι ο οπαδός που στη μοναξιά της γνώσης του τί πραγματικά χρειάζεται η ομάδα αλλά στην ΠΑΕ είναι όλοι άσχετοι και λαμόγια (αν και οι σχιζοφρενείς πρακτικώς δεν είναι ποτέ μόνοι, όπως λέει κι ένα τραγούδι), καταπίνει αμάσητα όσα πνευματικά απορρίματα τον ταΐζουν, «αφού το λέει κι ο Στόκος που γράφει στην Χέστηκεηφοράδαστογενίτζαμί News» και βρίσκει συντροφιά στο trip της εφαρμοσμένης παράνοιας.

Η εικόνα της ομάδας προς το παρόν είναι μάλλον αποκαρδιωτική. Το περίεργο βέβαια, με δεδομένη την χρονική συγκυρία, την φάση της προετοιμασίας, την ευρύτατη αλλαγή προσώπων αλλά και τα κενά του ρόστερ, θα ήταν να προσφέρει jogo bonito. Φαίνεται ότι οι περσινοί ευρωπαϊκοί διασυρμοί που ακολούθησαν τις περηφανείς νίκες της προετοιμασίας δεν προβλημάτισαν κανέναν. Προσφάτως διαζευχθείσα με την κοινή λογική, η πλατιά μάζα των οπαδών της ομάδας ζητάει από τον Κόκκαλη να πουλήσει την ομάδα στους Αγγελόπουλους, τους Λάτσηδες, το Σουλτάνο του Μπρουνέι ή τον Μπιλ Γκέϊτς, να σκάσει και καμμιά διακοσάρα από όσα βούτηξε από το ταμείο και να φύγει, από τον Ίβιτς πριν πλησιάσει κάποιον παίκτη ή κάποια ομάδα να συμβουλεύεται τα οπαδικά φόρα που έχουν τσεκάρει τον παιχταρά από βιντεάκια των 5 λεπτών στο Youtube, από τον Λεμονή να κουβαλήσει στην πλάτη του τον Λίπι, τον Λουξεμπούργκο τον Αλέφαντο ή τον Λίνεν στον Ρέντη και μετά να αυτοπυρποληθεί στην πλατεία Δημαρχείου, οι δε άχρηστοι παίκτες ή να παίξουν την μπάλα της ζωής τους αλλιώς θα τους γονιμοποιήσουν οι ίδιοι οι οπαδοί τους ή να σηκωθούν να φύγουν και να πάνε να μονάσουν στο Κατμαντού. Κι όλα αυτά με επιχειρήματα του στυλ «ο μεγάλος παίκτης παίζει αμέσως, όπως ο Μαραντόνα, ο Κρόιφ κι ο Τοροσίδης».

Ο Κλιντ Ήστγουντ ως Επιθεωρητής Κάλλαχαν έχει εκστομίσει μια από τις ιστορικότερες ατάκες στην ιστορία του κινηματογράφου, συσχετίζοντας την προσωπική άποψη με την φυσική οπή αποβολής περιττωμάτων. Λίγη αυτοσυγκράτηση πριν η ομάδα πνιγεί στα περιττώματα είναι αναγκαία. Εν ανάγκη, καλοκαιράκι είναι, μια βουτιά στην θάλασσα ή ένα κρύο ντους ενδείκνυται.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007

Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία - Μέρος Β



Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία

Του Étienne de La Boétie

Μέρος Β


3. Ατομικότητα και Συλλογικότητα

Ομαδικότητα ή ατομικό ταλέντο, προπονητικό σκάκι ή ποίηση του απρόβλεπτου, Ολλανδία του Κρόυφ ή Βραζιλία του Πελέ: Αυτά είναι μερικά από τα διλήμματα τα οποία δίχασαν, διχάζουν και θα συνεχίσουν να διχάζουν τους ποδοσφαιρόφιλους ανά την υφήλιο. Όχι άδικα, μιας και το ποδόσφαιρο είναι, περισσότερο από κάθε άλλο ομαδικό άθλημα, το πεδίο συμβολικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις απαιτήσεις της ατομικής μοναδικότητας και της συλλογικής αρμονίας που απασχόλησαν την φιλοσοφική και κοινωνική σκέψη, ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση.

Υπάρχουν, ως εκ τούτου, οπαδοί που φιλελευθερίζουν, υποστηρίζοντας μαζί με τον Άνταμ Σμιθ ότι η συλλογική ευτυχία θα έρθει μόνη της, όταν δωθεί αρκετός χώρος στην έκφραση της ατομικής πρωτοβουλίας. Άλλοι που Μαρξίζουν-Λενινίζουν, θεωρώντας ότι η ατομική έκφραση μπορεί να δικαιωθεί μόνο μέσα από την εκπλήρωση του αιτήματος της συλλογικής νίκης στον αγώνα. Και άλλοι, σαφώς λιγότεροι, που Μπακουνίζουν, διατηρώντας επιφυλάξεις τόσο για τον ανομολόγητο οικονομισμό της λατρείας του ατομικού ταλέντου όσο και για τον υποβόσκοντα ολοκληρωτισμό της εξιδανίκευσης της πειθαρχημένης οργάνωσης της συλλογικότητας. Στο ιστορικό πεδίο όπως γνωρίζουμε, νικητής αναδείχτηκε ο φιλελευθερισμός του Σμιθ και των ιδρυτών της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας. Όχι τυχαία, το ποδόσφαιρο ως προϊόν μηντιακής εκμετάλλευσης βασίζεται στην έννοια του ατομικού ταλέντου, και κατ’ επέκταση στην εικόνα των ποδοσφαιρικού σταρ, των Πελέ της ποδοσφαιρικής πολιτικής οικονομίας. Το Σοβιετίζον πρότυπο του “ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου,” από την άλλη πλευρά, μοιάζει να έχει μπει στο ίδιο χρονοντούλαπο της ιστορίας με τα πενταετή πλάνα ανάπτυξης της πρώην ΕΣΣΔ, ενώ το επίθετο “άναρχο” χρησιμοποιείται επιτιμητικά, για να καταδείξει το ανοργάνωτο και άρα εκ πρωιμίου καταδικασμένο σε αποτυχία ποδόσφαιρο.

Από την πλευρά της, η φιλοσοφία, μετά τον τιτάνιο αλλά τελικά άκαρπο αγώνα του Σαρτρ στην Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου, έχει σταματήσει να προσπαθεί να διατυπώσει ολοκληρωμένες προτάσεις για την δυνατότητα υπερκερασμού της πεισματικής αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική και συλλογική διάσταση των κοινωνικών υποκειμένων, δικαιώνοντας την διάσημη ρήση του Μαρξ (στη Γερμανική Ιδεολογία) ότι κάθε κοινωνία θέτει στον εαυτό της μόνο τα προβλήματα αυτά που μπορεί να επιλύσει. Στο ποδόσφαιρο όμως, η πρακτική της επιτυχημένης ομάδας επιβάλλει την άμβλυνση των αλληλοσυγκρουόμενων επιταγών και προτεραιότητων των δύο πόλων. Η ομάδα “παίζει μπάλα” στον βαθμό που ατομική πρωτοβουλία και συλλογικότητα συναντώνται και αλληλομεταμορφώνονται, στο βαθμό δηλαδή που υπερβαίνονται αμφότερες διαλεκτικά. Η σύνθεση αυτή προσφέρει, έστω παροδικά, την εμπειρία μιας ουτοπικής υπέρβασης τόσο των αντιφάσεων της κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας όσο και των ορίων της δυνατότητας “θεωρητικής” επίλυσής τους. Αυτή την υπερβατική και συνάμα αισθητή και παροντική promesse de bonheur το ποδόσφαιρο τη μοιράζεται με την ουτοπικότερη και ίσως όχι τυχαία λιγότερο αναπαραστατική των τεχνών, τη μουσική. Αν και το φαντασιακό των ποδοσφαιρικών συστημάτων παραπέμπει στην οργάνωση του στρατιωτικού τάγματος εν ώρα μάχης, ο γράφων θα θεωρούσε σαφώς πιο παραγωγικό τον παραλληλισμό της σωστής ποδοσφαιρικής λειτουργίας με την λειτουργία της μουσικής μπάντας.

4. Dasein, οντολογία και ποδοσφαιρική ανία

Κάθε ποδοσφαιρόφιλος που σέβεται τον εαυτό του έχει περάσει έναν ικανό αριθμό απογευμάτων αντιμέτωπος με την ποδοσφαιρική ανία ενός οπαδικά αδιάφορου για τον ίδιο αγώνα—τις αργόσυρτες εκείνες στιγμές κατά τις οποίες ο χρόνος μοιάζει να μετεωρίζεται, η μπάλα να κυλά άσκοπα, οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές να υπνωτίζονται από τον ρυθμό τους, και η ματιά χάνεται στη δίνη σκόρπιων και ανερμάτιστων λεπτομερειών. Η τελευταία σέντρα φάνηκε εξ αρχής ότι δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά και το μάτι έχει ήδη επανεστιάσει στη γυαλιστερή καράφλα του μπροστινού, στη διαφημιστική ταμπέλα πίσω από τα γκολποστ, στον βαριεστημένο εκτός φάσης αμυντικό, ή στον έναστρο ουρανό, ψάχνοντας προσωρινό καταφύγιο από την ανυπαρξία οπτικού αγκυροβολήματος, ενώ ταυτόχρονα, ασήμαντα θραύσματα από την μέρα στο γραφείο, τα ψώνια στο σουπερμάρκετ, ή την κίνηση στο δρόμο για το γήπεδο αιωρούνται ράθυμα στο μυαλό.

Σε γενικές γραμμές ο επαγγελματικός αθλητισμός τρέμει την ανία, την απροειδοποίητη εμφάνιση δηλαδή της δίνης που απομακρύνει τον θεατή από την μελέτη του φαινομενικού κόσμου της δράσης και των γεγονότων και τον βυθίζει στο βουβό, α-νόητο κόσμο της ύπαρξης του ιδίου του όντος, της αβύσσου δηλαδή του Χαιντεγκεριανού Dasein. Για τον Χαίντεγκερ, βέβαια, και η φιλοσοφία, προσκολλημένη καθώς είναι στην ταύτιση του υποκειμένου με την έλλογη συνείδηση, τρέμει την άνοια της αβύσσου αυτής: Το όλο εγχείρημα της φιλοσοφικής μεταφυσικής δεν είναι έτσι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να περιβληθεί από τη λήθη και να απωθηθεί η αποκάλυψη της α-λήθειας του χαίνοντος κενού του γυμνού είναι. Υπάρχει ως εκ τούτου μια ενδιαφέρουσα αναλογία μεταξύ της ιστορίας της φιλοσοφίας και της ιστορίας της εξέλιξης του ποδοσφαίρου από Χαιντεγκεριανή σκοπιά: όπως η ΦΙΦΑ ή η ΟΥΕΦΑ, η φιλοσοφία έχει κηρύξει πόλεμο κατά της εμπειρίας του είναι-ως-ανία και έχει εφεύρει κάθε λογής περιορισμούς και κανόνες για να εξολοθρεύσει τον αντίπαλό της—μάταια φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις.

Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσει κανείς ότι ως αβάσταχτη ελευθερία από την προσκόλληση στο ανθρωποκεντρικό και έλλογο νόημα των φαινομένων, η ανία βιώνεται μονοσήμαντα ως αρνητική εμπειρία. Υπάρχει στο ποδόσφαιρο (όπως και στο μπέιζμπολ, τον πραγματικό από αυτή την άποψη συγγενή του ποδοσφαίρου στην Αμερική) μια σχεδόν ευφορική διάσταση στην παράδοση του θεατή στην ενατένιση του στατικού κόσμου του Dasein. Πηγαίνει κανείς στο γήπεδο με την προσδοκία να δει έναν ενδιαφέροντα αγώνα, ναι, αλλά επίσης συμφιλιωμένος με το ενδεχόμενο να καταλήξει επέκεινα του ενσυνείδητου εαυτού του, μαγνητισμένος από το σακουλάκι με τα τσιπς, τη φθορά στο μπρος μέρος των παπουτσιών του, ή τον ακριβή σχηματισμό του γονάτου του. Προετοιμασμένος, με άλλα λόγια, να βυθιστεί για λίγο στη βουβή και αδικαιολόγητή του ύπαρξή του ως ον, να αφουγκραστεί τον αδιόρατο παλμό του εαυτού του ως απλόν είναι. Δεν είναι άραγε η δυνατότητα ενός εξόχως ανιαρού Κυριακάτικου απογεύματος στον ανοιξιάτικο ήλιο αντί της υστερικά υπεραπασχολημένης και θορυβώδους κοινωνικότητας των ημερών μία από τις κρυφές και ανομολόγητες ηδονές του ανθρώπου που καλλιεργεί την συνήθεια του γηπέδου?

5. Η Ποιητική του Άυλου Ποδοσφαίρου

Μιλήσαμε μόλις για μία από τις φιλοσοφικά ενδιαφέρουσες εμπειρίες του ποδοσφαιρόφιλου θεατή στο γήπεδο. Στην ευρύτερη οικογένειά του γράφοντος, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ήταν κάτι που παρακολουθούσε κανείς δια ζώσης κατ’ εξαίρεση, συνήθως όταν ερχόταν στην πόλη για ένα από τα τρία τοπικά ντέρμπυ ο Ολυμπιακός. Ούτε όμως, τουλάχιστον μέχρι να κλείσει η δεκαετία του 70, ήταν κάτι που έβλεπε κανείς από τον τηλεοπτικό δέκτη. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ήταν μία μάλλον ακουστική εμπειρία με έντονο το τελετουργικό στοιχείο: Κυριακή απόγευμα σήμαινε συγκέντρωση άρρενων μελών στο πατρικό σπίτι γύρω από το τοτεμικό αντικείμενο ενός ραδιοφώνου μάρκας, αν ενθυμείται ο γράφων σωστά, Crown. Ως το κατά πολύ νεότερο μέλος μιας φυλής πέντε γαύρων τριών γενεών, ο γράφων διατηρεί την θύμηση της ευτυχίας της συμμετοχής σε αυτή την ιδιότυπη και κλειστού κύκλου μυσταγωγία, που εκ των υστέρων μοιάζει να υπέχει το χαρακτήρα μύησης στα μυστήρια της οικογενειακής ταυτότητας και της ενήλικης αρρενωπότητας.

Οι απαρχές λοιπόν της συμμετοχής στην ποδοσφαιρική μαγεία ήταν ακουστικές, και πιο συγκεκριμένα, άμεσα συνδεδεμένες με τον λόγο, τον ρυθμό εκφοράς του, τις δραματικές παύσεις του, την δυναμική των μεταφορών του. Για όσους πρόλαβαν τις “μέρες ραδιοφώνου” δεν θα φανεί παράξενη αυτή η φαινομενικά παράδοξη σύνδεση μεταξύ ενός χαμηλού πολιτιστικού πρεστίζ αθλήματος και της έκθεσης στην κατά κυριολεξία ποιητική δυναμική του λόγου, στην έκθαμβη παιδική αναγνώριση της ικανότητάς της φωνής να ποιήσει ένα άυλο, παράλληλο, ετεροτοπικό κόσμο όπου οι ενέργειες των παικτών, επειδή ακριβώς βασιζόντουσαν στην συμμετοχή της εικονοποιητικής φαντασίας του ως ακροατή, ήταν πάντα κατά τι εντυπωσιακότερες, πιο ακροβατικές, και περισσότερο ηρωικές από αυτές της πραγματικότητας. Στο άυλο γήπεδο των ραδιοκυμάτων, κάθε φάση μύριζε γκολ, οι ευκαιρίες ήταν σαφώς πολυπληθέστερες, οι αποστάσεις των γραμμών σαφώς μικρότερες, οι παίκτες έτρεχαν δαιμονισμένα ή εξαφανιζόντουσαν εντελώς απ’ το πεδίο της περιγραφής, και η μπάλα είχε ένα τρόπο να διακτινίζεται ασυνεχώς από το ένα σημείο του γηπέδου στο άλλο.

Στο δοκίμιό του “Ο Αφηγητής Ιστοριών,” ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αναλύει διεξοδικά τον λαϊκό και προ-βιομηχανικό ρόλο του προφορικού αφηγητή, δίνοντας έμφαση στην συλλογική και διαδραστική διάσταση της άφηγησης στην προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, σε αντίθεση με το αστικό milieu του μυθιστοριογράφου, όπου ο λόγος, γραπτός πλέον, απευθύνεται σε απομονωμένους αναγνώστες-καταναλωτές. Ανάλογης υφής φαίνεται να είναι το πέρασμα από το φωνοκεντρικό ποδόσφαιρο του ραδιοφώνου στο εικονοκεντρικό θέαμα του συνδρομητικού καναλιού, που εξαντλώντας με τα τεχνολογικά του μέσα την εικόνα των διαδραματιζομένων, έχει καταστήσει τον οπαδό απλό αποδέκτη ενός ήδη επεξεργασμένου προϊόντος. Αυτός πιθανόν είναι ένας από τους λόγους που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έχουν την τάση να θεωρούν πάντα τους ποδοσφαιριστές με τους οποίους μεγάλωσαν σπουδαιότερους από τους τωρινούς: Η τάση εξιδανίκευσης και γιγάντωσης των κάθε λογής παρελκομένων της παιδικής ηλικίας συναντά την μνήμη της σαγήνης ενός ποδοσφαίρου που δεν είχε ακόμη απομαγευτεί από την τηλεοπτική τεχνολογία.

6. Περί του πέναλτι ως φιλοσοφικού παραδείγματος

Τι είναι το πέναλτι? Μία ποινή φυσικά, η οποία εκτελείται υπό το κανονιστικό καθεστώς αυτού που ο Καρλ Σμιτ ονομάζει “κατάσταση εξαίρεσης,” μίας κατάστασης, δηλαδή που παραδόξως επιβάλλει την ισχύ των κανονισμών αίροντας για λίγο τους κανόνες του παιχνιδιού: Ο χρόνος παγώνει και οι παίκτες τοποθετούνται αναγκαστικά έξω από την μικρή περιοχή, χωρίς δικαίωμα να επεισέλθουν στο χώρο μέχρι η μπάλα να φύγει από τα πόδια του ποδοσφαιριστή που εκτελεί. Τα δρώντα υποκείμενα είναι μόνο δύο, αντιμέτωπα το ένα με το άλλο σε συγκεκριμένη απόσταση και θέση. Η στιγμή έχει σαφώς τελετουργικές διαστάσεις: Περιβάλλεται από την επισημότητα, τον σεβασμό στην ακριβή στιγμή της πράξης και την γεμάτη ένταση σιωπή των τελετουργικών κορυφώσεων. Αν οι όροι “εκτέλεση” και “εκτελεστής” από την άλλη μοιάζουν να δίνουν στην έννοια της ποινής μια μάλλον κυριολεκτική διάσταση, το γεγονός είναι ότι το πέναλτι είναι μια κατ’ εξαίρεσιν δυνητικά αναίμακτη ποινή, μιας και υπάρχει πάντα η δυνατότητα να μην καταλήξει σε γκολ.


Η διάσταση αυτή της παρέκκλισης από τις μονοσήμαντα τιμωρητικές διαστάσεις που συνδηλώνει η έκφραση “εσχάτη των ποινών” μας αναγκάζει να προσθέσουμε ένα επιπλέον, πιστεύω καθοριστικής σημασίας, συμβολικό στρώμα σε αυτά της τελετουργίας και του νόμου. Πρόκειται για την συμβολικό πρότυπο της μονομαχίας μεταξύ ίσων, που εδώ παραπέμπει σε αρχαϊκού είδους πρακτικές. Ο εκτελεστής και ο τερματοφύλακας αντίστοιχα δεν ενεργούν απλώς εκ μέρους του εαυτού τους και η σύγκρουσή τους δεν είναι στενά προσωπική. Καθένας τους κουβαλάει επάνω του τη μοίρα ολόκληρης της ομάδας-φυλής που εκπροσωπεί, και άρα και την ευθύνη για τη μοίρα αυτή. Αν μίλησα για αρχαϊκές πρακτικές, επομένως, είναι γιατί η εκτέλεση πέναλτι επαναλαμβάνει συμβολικά τους αρχαίους Ελληνικούς και Ρωμαϊκούς θρύλους στρατών που, εξαντλημένοι από τις απώλειες της μάχης, διαλέγουν από έναν εκπρόσωπο και του ζητούν να επιλύσει τις συλλογικές διαφορές δια της ατομικής σύγκρουσης μέχρι θανάτου. Δίχως αυτή την διάσταση της συλλογικής ευθύνης που μετατίθεται σε “εκπροσώπους,” το πέναλτι δεν θα είχε το υπαρξιακό βάρος που έχει (αν σκεφτεί κανείς ότι η ομάδα με τη σειρά της αντιπροσωπεύει ένα έθνος ή μια πολυπληθή συλλογικότητα, η οποία για μια στιγμή βαραίνει εξ’ ολοκλήρου ένα και μόνο σώμα, τότε αποκτά την συναίσθηση των τρομακτικών διαστάσεων που δυνητικά αποκτά η προσωπική ευθύνη, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αγώνων ύψιστης σημασίας). Το πέναλτι, ως εκ τούτου, έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει στους δύο παίκτες μια προσομοίωση της συντάραξης της ύπαρξης από τις επιταγές της δυσβάστακτης ευθύνης της απόφασης, εν ολίγοις του υπαρξιακού σύμπαντος του Άμλετ. Όχι τυχαία, Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι του Βιμ Βέντερς (1972) εκκινείται από αυτήν ακριβώς την ανακάλυψη της υπαρξιακής βαρύτητας που εν δυνάμει συνοδεύει κάθε ποδοσφαιρικό πέναλτι.


Το πέναλτι, τέλος, διδάσκει κάτι σημαντικό για την φιλοσοφική κατανόηση της έννοιας της απόφασης. Αν και συνηθίζουμε να θεωρούμε ότι η λήψη αποφάσεων είναι μια διαδικασία έλλογη και βασισμένη στον υπολογισμό ή το σχεδιασμό, καμμία γνήσια απόφαση, όπως δείχνουν κατ΄επανάληψη τόσο ο Σμιτ όσο και ο Ντεριντά, δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την εθελούσια εγκατάλειψή μας σε αυτό ακριβώς που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ή να ελέγξουμε. Αλλιώς δεν θα υπήρχε λόγος να μιλήσουμε για την απόφαση ως υπαρξιακό δεδομένο, μιας και αποφάσεις εκ του ασφαλούς δεν θα ήταν αποφάσεις αλλά αυτοματισμοί, ενέργειες που δεν θα είχαν κανένα υπαρξιακό βάρος για το ανθρώπινο υποκείμενο. Ο Αβραάμ, για παράδειγμα, δεν παίρνει την απόφαση να υπακούσει τον Κύριο και να σφάξει το γιό του Ισαάκ γνωρίζοντας ότι θα υπάρξει θεία παρέμβαση που θα σώσει τον μονογενή του. Αν το γνώριζε, η ενέργειά του δεν θα ήταν απροϋπόθετη και δεν θα είχε καμμία θεολογική αξία. Έτσι και ο τερματοφύλακας που αποφασίζει για τη γωνία όπου θα εκτιναχθεί, το κάνει εγκαταλείποντας εκ των προτέρων κάθε βεβαιότητα για την πορεία και το ύψος της μπάλας. Εκθέτοντας το είναι του στην αφόρητη αβεβαιότητα της στιγμής, αναζητά τη λυτρωτική επέμβαση σχεδόν τυφλά.


Παρασκευή 3 Αυγούστου 2007

Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία

Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία

Του Étienne de La Boétie

Μέρος Α

Σοβαρά Παιχνίδια

Στo αξεπέραστο σκετς τους “International Philosophy οι Monty Python εκμεταλλεύτηκαν χιουμοριστικά την ιδέα της συνάντησης δύο κόσμων που εκ πρώτης όψεως είναι εντελώς ασύμβατοι μεταξύ τους: από τη μία αυτόν του ποδοσφαίρου, ενός λαϊκού και μαζικού αθλήματος που δεν διεκδικεί ούτε τις δάφνες του κλασικού αθλητισμού ούτε τον ταξικά εκλεπτυσμένο χαρακτήρα άλλων σύγχρονων αθλημάτων, και από την άλλη της φιλοσοφίας, της πιο “υψηλής,” πιο ατομικά εκφραζόμενης και πιο δυσνόητης των επιστημών του ανθρώπου. Το κωμικό στοιχείο προέκυπτε από την εκ των προτέρων δεδομένη δια της κοινής λογικής αδυναμία των φιλοσόφων—Ελλήνων και Γερμανών—να “παίξουν μπάλα,” την ασυμβατότητα τους δηλαδή με το παιχνίδι ως γενικότερη έκφανση ενός ζειν που είναι απαλλαγμένο από την βλοσυρή φιλοσοφική βαρύτητα, και με το ποδοσφαιρικό παιχνίδι ως ειδικότερη έκφραση αυτού του ζειν.


Θα ήταν όμως ελλειπής, και ελλειπής φιλοσοφικά, η συζήτηση του σκετς αυτού, αν δεν παρατηρούσε κανείς ότι αυτό που του χαρίζει κάτι παραπάνω από εφήμερη χάρη είναι η κρυφή σαγηνευτικότητα αυτής ακριβώς της εικόνας: η ιδέα δηλαδή της χαρμόσυνης συμφιλίωσης μιας φιλοσοφίας που μαθαίνει να “παίζει μπάλα,” και ενός ποδοσφαίρου που μαθαίνει να φιλοσοφεί--να φιλοσοφεί πρακτικά, μέσω του τρόπου με τον οποίο παίζει. Όχι τυχαία, ο σκόρερ του εν λόγω αγώνα είναι ο Σωκράτης, ο πιο παιχνιδιάρης ίσως των φιλοσόφων, αυτός για τον οποίο ήταν πάντα δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν μιλάει σοβαρά ή όχι, ή αν στο λόγο του σοβαρότητα και παιχνίδι ήταν ασύμβατες κατηγορίες. Και το γκολ, όπως θα ταίριαζε σε ένα πολέμιο των σοφιστών που στον Τίμαιο ταυτίζει τον εαυτό του μαζί τους, είναι εμπνευσμένα αμφισβητούμενο, όπως όλα τα γκολ φιλοσόφων στους αντιπάλους τους—του Σωκράτη στους Σοφιστές, του Χέγκελ στον Καντ, του Νίτσε στον Σωκράτη, του Μαρξ στον Χέγκελ, του Χάιντεγκερ σε όλους τους προηγούμενους, ή του Ντεριντά στον Χάιντεγκερ.


Υπάρχει λοιπόν τρόπος να πάρει κανείς το σκετς αυτό για την ιλαρή συνάντηση του παιγνίου και της φιλοσοφικής σοβαρότητας σοβαρά—που σημαίνει αναγκαστικά παιγνιωδώς, μιας και για να θυμηθούμε πάλι τον Σωκράτη, η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα σοβαρό παιχνίδι. Αυτό ίσως είναι το νόημα της διαβόητης δήλωσης του Ζακ Ντεριντά, του σημαντικότερου πιθανότατα φιλοσόφου του 20ου αιώνα, γνωστού για τα ατέρμονα του γλωσσικά παιχνίδια, ότι το όνειρό του ήταν να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής (γεννημένος στην Αλγερία, πιθανότατα θα ήθελε να είχε γίνει ένας Ζινεντίν Ζιντάν avant la lettre). Αλλά και στα καθ ‘ημάς, ο επίσης εκλιπών Παναγιώτης Κονδύλης, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της κριτικής απέναντι στον φιλελευθερισμό πολιτικής φιλοσοφίας, δεν είχε παραλείψει να δηλώσει ότι το μόνο που κάνει στην Γερμανία όταν δεν διαβάζει ή γράφει είναι να ασχολείται με το ποδόσφαιρο (βλέποντας ίσως στον ποδοσφαιρικό αγώνα κάτι σαν την τελετουργικά επαναλαμβανόμενη έκφραση της πρωταρχικότητας της σύγκρουσης και του αγώνα που συνδέει τον Ηράκλειτο και την αρχαία θεωρία του πολιτικού με τον αντι-φιλελευθερισμό του Μαρξ ή του Σμιτ).


Υπάρχει κάτι περισσότερο από ανεκδοτολογικό ενδιαφέρον σε αυτά τα παραδείγματα? Υπάρχει η δυνατότητα, με άλλα λόγια, να σκεφτεί κανείς φιλοσοφικά τόσο για το ποδόσφαιρο (κοιτάζοντας δηλαδή το παιχνίδι από έξω προς τα μέσα) όσο και με το ποδόσφαιρο (συναντώντας δηλαδή τη φιλοσοφία μέσα από την αυτο-θεωρητικοποίηση της ποδοσφαιρικής πρακτικής)? Θα απαντούσα, με πνεύμα τόσο παιγνιώδες όσο και σοβαρό, καταφατικά στις ερωτήσεις αυτές. Ας εξετάσουμε κάποιες από τις σημαντικές συναντήσεις φιλοσοφίας και ποδοσφαίρου, συνοπτικά και επιγραμματικά:


1. Η διαλεκτική ειρωνεία της ισοπαλίας

Τα περισσότερα αθλήματα κινούνται με βάση μια δυαδική λογική: υπάρχει νικητής και ηττημένος. Οι κατηγορίες αυτές όμως αναγκαστικά παραμένουν απόλυτες και στείρες στο βαθμό που στερούνται διαμεσολάβησης (mediation) και άρα δυνατότητας διαλεκτικοποίησης. Ως εκ τούτου στερούνται επίσης της δυνατότητας να οδηγήσουν στην ειρωνική γνώση, στην σύλληψη δηλαδή της ιστορικής μεταβλητότητας των πραγμάτων και της μεταλλαγής τους στα αντίθετά τους (μία από τις βασικές αρχές της διαλεκτικής του Χέγκελ). Ένα αγωνιστικό σύμπαν που περιλαμβάνει μόνο νικητές και ηττημένους έχει στενό χώρο περισυλλογής για αυτό που διαμεσολαβεί ανάμεσα στη νίκη και την ήττα εγγράφοντας τη μία μέσα στην άλλη—ως Πύρρειο νίκη για παράδειγμα, ή ως ευτυχή ήττα.

Η ποδοσφαιρική κατηγορία της ισοπαλίας—που δεν είναι ούτε νίκη ούτε ήττα, αλλά συγκρατεί και αφήνει να διαφανεί το ίχνος και των δύο ταυτόχρονα—αποτελεί ως εκ τούτου σημαντικό τρόπο προβληματικοποίησης της αφέλειας του δυαδισμού νίκης και ήττας στα περισσότερα των αθλημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως, οι ισοπαλίες αφήνουν στους οπαδούς και των δύο ομάδων πικρή γεύση. Η γεύση αυτή είναι η γεύση της ίδιας της διαλεκτικής ειρωνείας, η γεύση του κωνείου που χαμογελαστά πίνει ο Σωκράτης: ίσως γιατί ξέρει ότι ανάμεσα στο “φάρμακον” του κωνείου και το “φάρμακον” του φιλοσοφικού λόγου (βλ. Ντεριντά, “Πλάτωνος Φαρμακεία”) υπάρχει μια κάποια ισορροπία δυνάμεων, μια κάποια ισοπαλία. Ο Θουκυδίδης έδειξε στην Ιστορία των Πελοππονησιακών Πολέμων ότι γνώριζε εξίσου καλά την πικρή αυτή γεύση της διαλεκτικής γνώσης, αναγκασμένος να καταγράψει την σύλληψη μιας αλήθειας πολυπλοκότερης από τον αφελή ηρωισμό του Ομηρικού έπους: την ιδιαίτερα οδυνηρή, άγονη και χρονοβόρα “ισοπαλία” μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών που μακροπρόθεσμα θα έβρισκε και τους δύο χαμένους. Το ποδόσφαιρο γνωρίζει καλά πως υπάρχουν ισοπαλίες καταστροφικότερες από τις ήττες, άλλες που είναι σημαντικότερες από τις νίκες, και άλλες που δεν κρίνουν απολύτως τίποτε παρά την παράταση της αγωνίας για το τελικό αποτέλεσμα ενός ευρύτερου αγώνα. Πιθανόν, αν γεννιόντουσαν αργότερα, οι ιδρυτές της φιλοσοφικής και ιστορικής διαλεκτικής να ήταν ποδοσφαιρόφιλοι.


2. Η πρακτική της δημοκρατίας

Σε ένα από τα επεισόδια των Simpsons οι σεναριογράφοι φαντάζονται ένα μάτσο βαριεστημένων Αμερικανών να παρακολουθούν έναν αγώνα ποδοσφαίρου που διαφημίζεται ως ικανός να κρίνει “ποια είναι η ισχυρότερη χώρα του κόσμου: H Πορτογαλία ή το Μεξικό.” Η κωμική λεπίδα κόβει προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Από τη μία το αστείο είναι με τους Αμερικανούς και εις βάρος των υπολοίπων—είναι δεδομένο για τον τηλεθεατή της σειράς ότι ισχυρότερη χώρα είναι οι ΗΠΑ και άρα ότι η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο δεν συμβαδίζει με τα προφανή δεδομένα της πραγματικότητας. Από την άλλη όμως το αστείο είναι πικρόχολα εις βάρος των ίδιων των Αμερικανών θεατών: το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα όπου ο πολιτικά ή οικονομικά αδύνατος έχει ελπίδα, το άθλημα της έμπρακτης δημοκρατίας. Οι Αμερικανοί, οι επίσημοι δηλαδή εκπρόσωποι του πλανητικού εκδημοκρατισμού ως ιδεολογίας, καταλήγουν να δέχονται ως επίπλαστη τη δική τους ρητορική στο βαθμό που γελούν αυτάρεσκα με το αστείο.

Η σχέση του ποδοσφαίρου με την έμπρακτη δημοκρατία είναι πολλαπλή και βρίσκεται στη βάση της παγκόσμιας απήχησής του στις μάζες. Οι υλικές-οικονομικές προϋποθέσεις του είναι απόλυτα σπαρτιάτικες: μια μπάλα, έστω και αυτοσχέδια φτιαγμένη. Σε όλο τον πλανήτη το ποδόσφαιρο παίχτηκε, παίζεται και θα συνεχίσει να παίζεται ως άθλημα απόλυτα μινιμαλιστικό, όσα χρήματα και όση χρυσόσκονη και να επενδύονται στις επίσημες διοργανώσεις. Οι ρίζες του στην Αγγλική εργατική τάξη και τους έγχρωμους, ιθαγενείς και αποικιοκρατούμενους συνεχίζουν να τρέφουν όνειρα ξυπόλυτης ευτυχίας, και όχι μόνο αυτά που στο τέλος αποζημιώνονται με το χρώμα του χρήματος. Αυτοί που φαντασιώνονται τη δόξα στις αλάνες θα είναι πάντα περισσότεροι από αυτούς που βρίσκουν το δρόμο της μεταπρατικής νιρβάνα του “χρυσού συμβολαίου.”

Η δημοκρατικότητα του ποδοσφαίρου ως πρακτικής εκτείνεται, όπως ήδη επέδειξα, στον τρόπο με τον οποίο επαναχαρτογραφεί την διεθνή ιεραρχία δυνάμεων: Η συντριπτική πλειοψηφία των ατομικών και ομαδικών αθλημάτων στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου αναδιατύπωνε την γεωπολιτική σύγκρουση Ανατολικού-Δυτικού μπλοκ με σφήνα την “τρίτη λύση” του Κινέζικου μοντέλου. Την ίδια εποχή, οι ηγεμόνες και τα πρότυπα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου ήταν Βραζιλιάνοι, Αργεντίνοι, Ολλανδοί, Ιταλοί και Γερμανοί. Ο ποδοσφαιρόφιλος οπαδός, σε επίπεδο εθνών κρατών, είναι συνηθισμένος στην ιδέα της ισχύος των συχνά πολιτικά και οικονομικά αδυνάτων. Το ποδόσφαιρο παραμένει, σε πείσμα των αθεράπευτα κυνικών εκβιομηχανιστών και προμότερς του, ένα δικαιοκρατούμενο καρναβάλι όπου για λίγο ο κόσμος γυρίζει ανάποδα και ο φτωχός παίρνει τη θέση στον ήλιο που του στερεί η "κανονική" ζωή. Αν η Αdidas τιτλοφόρησε την καμπάνια του Euro 2004 “Impossible is Nothing,” η παντελώς άσημη και άκρως αντιεμπορική Εθνική της χώρας μας έδωσε στο σλόγκαν μια μάλλον σαρκαστικά κυριολεκτική γεύση για την πολυεθνική που πίστεψε τόσο λίγο στα ίδια της τα λόγια που δεν είχε προωθήσει στην αγορά πάνω από μια χούφτα από τις γαλανόλευκες που η ίδια σχεδίασε.

Τέλος, η δημοκρατικότητα του ποδοσφαίρου εκφράζεται στο πιο άμεσα υλικό και απτό επίπεδο, αυτό του ίδιου του σώματος. Κοντοί, ψηλοί, στραβοκάνηδες, παχουλοί, κοκκαλιάρηδες, άνθρωποι με στενό στέρνο ή αδύνατα χέρια—όλοι δυνητικά ελπίζουν, για όλους δυνητικά υπάρχει θέση σε μία ενδεκάδα. Χωρίς αμφιβολία, η επαγγελματικοποίηση και εμπορευματικοποίηση του ποδοσφαίρου έχει συρρικνώσει τα όρια της σωματικής δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, το κοντόχοντρο αλλά μανιασμένα ευέλικτο και κινητικό σώμα του Ντιέγκο Αρμάντο συνεχίζει να αποτελεί φάρο ελπίδας για τους φιλόδοξους ποδοσφαιριστές την ίδια στιγμή που το σώμα καταντά τυραννικό και απαγορευτικό όριο και όχι μέσο ελεύθερης και αυτόβουλης παιγνιώδους έκφρασης στα περισσότερα σύγχρονα αθλήματα. H φιλοσοφία στοχάστηκε την δημοκρατία εκ μέρους της δημοκρατίας για πάνω από δύο χιλιετίες. Το ποδόσφαιρο φιλοσοφεί στο βαθμό που υλοποιεί την απραγματοποίητη υπόσχεση της δημοκρατίας σε ένα πλανητικά διασπαρμένο ενενηντάλεπτο.




Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Νέα blogs

Από σήμερα εγκαινιάζουμε δυο επιπλέον blogs. Το thrylos-football.blogspot.com θα βρείτε νέα για την ποδοσφαιρική ομάδα, ανακοινώσεις της ΠΑΕ και αναλύσεις των αγώνων του Ολυμπιακού, ενώ στο thrylos-basketball.blogspot.com θα βρείτε ο,τι αφορά την μπασκετική ομάδα. Στο παρόν blog, θα μπορείτε να βρείτε γενικά νέα για τον Ολυμπιακό μας, ενώ θα υπάρχει και αρθογραφία και σχολιασμός για τα δρώμενα της ομάδας.

Τέταρτοι σε όλη την Ευρώπη

Μετά την υπερπροσπάθεια της Παρασκευής και την ήττα με 9-10 από την μετέπειτα πρωταθλήτρια ευρώπης Προ Ρέκο, η ομάδα μας έχασε και στο μικρό τελικό απο την Παρτιζαν μετά από ένα καταπληκτικό παιχνιδι που κρίθηκε στην παράταση με σκορ 13-15

Εμεις να δώσουμε πολλά συγχαρητήρια στην ομάδα για την προσπάθεια. Δεν ειναι και λίγο πράγμα να παιζεις σε final four Ευρωπαικής διοργάνωσης. Σχολιάστε την πορεία της ομάδας εδώ

Τα στατιστικά του αγώνα

Τα οκτάλεπτα: 1-1, 4-5, 6-8, 10-10

Τα τρίλεπτα της παράτασης: 2-2, 3-5

Οι σκόρερ των δύο ομάδων:

Ολυμπιακός (Πάτερος): Αφρουδάκης (3), Νίκιτς (1), Χατζηθεοδώρου (1), Θεοδωρόπουλος (2), Ντόσκας (3), Βράνιες (1), Σάντα (1), Σχίζας (1)

Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

(The story so far) written by: "To κόκκινο κοράκι"

Η περίοδος των μεταγραφών είναι η κατεξοχήν περίοδος που απευθύνεται στο θυμικό των φιλάθλων. Παικταράδες πάνε κι έρχονται, διοικήσεις ετοιμάζονται για την μεγάλη υπερβαση. Πόθοι και ελπίδες, πονηρά μυστικά και ανεκπλήρωτοι έρωτες σε ραδιόφωνα, πρωτοσέλιδα και sites, ενώ ο υδράργυρος σκαρφαλώνει και δεν υπάρχει αγωνιστική δραστηριότητα.
Στην Ελλάδα οι μεταγραφές γίνονται σε δύο περιόδους, την θερινή και του Ιανουαρίου, και οι μεταγραφικές συζητήσεις όλο τον χρόνο. Ειδικά για την ομάδα μας τον Ολυμπιακό, μετά το πρώτο αποτυχημένο αποτέλεσμα αρχίζουν οι μουρμούρες και η συζήτηση «κι αν είχαμε πάρει τον τάδε ή τον δείνα». Σε χρόνο ρεκόρ αρχίζουν και τα σενάρια, τα οποία όταν δεν βγαίνουν για να γεμίσει η σελίδα, βγαίνουν για να ηρεμίσει το εξαγριωμένο πλήθος. Η τρέχουσα μεταγραφική περίοδος έχει αρχίσει ήδη από τον Νοέμβριο, όταν οι υποσχέσεις, του τότε τεχνικού επιτελείου, και οι προσδοκίες, που γέννησαν οι μεταγραφές εκείνης της σαιζόν, που είχαν ολοκληρωθεί έξι μήνες πριν αρχίσει η μεταγραφική περίοδος, διαψεύσθηκαν ολοκληρωτικά στο Καραϊσκάκη εναντίον της Σαχτάρ.

Τότε το ποδοσφαιρικό οικοδόμημα του Ολυμπιακού άρχισε να χορεύει σε ρυθμούς ταραντέλας. Ριβάλντο και Καρεμπέ άρχισαν να φέρονται ως υποψήφιοι Μεσσίες, με τις καραβιές Βραζιλιάνων και Γάλλων ποδοσφαιριστών και τεχνικών να παρελαύνουν στον αθλητικό τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό. Λίστες μεγαλύτερες κι από του Σίντλερ κατέφθαναν στα γραφεία της πλατείας Αλεξάνδρας, και όλοι κράτησαν την ανάσα τους περιμένοντας τις εξελίξεις. Όλοι; Όχι όλοι, υπήρχε ήδη από τότε και ακόμη πιο πριν μια «μειοψηφία» «αγαπητικών, νοσταλγών, πατατάκηδων, εσωστρεφών» κ.ο.κ. που δυσπιστούσε προφητικά.
Τελικώς από τον σωλομό νορβηγίας κεραστήκαμε όλοι μια λεμοναδίτσα και μόνο ο Τοροσίδης πέρασε τις πύλες του Ρέντη. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε Ρίμπο και Καρεμπέ, μπήκε και τρίτο πρόσωπο, ο Ίβιτς που αποχώρησε από τους Θρακομακεδόνες, ο οποίος δεν έπαυσε να έχει ερείσματα στον κόσμο του Ολυμπιακού ως ποδοσφαιριστής βέβαια, διότι ως Τεχνικός Διευθυντής το μόνο που είχε στις αποσκευές του ήταν η δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα.
Τότε η διοίκηση της ομάδας, από τα πλέον επίσημα χείλη του προέδρου, διέψευσε τα σενάρια περί Τεχνικού Διευθυντή και στήριξε τον προπονητή της ομάδας Τάκη Λεμονή. Παράλληλα, μετά την ήττα από τον αιώνιο αντίπαλο στο Καραϊσκάκη, άρχισε η απόβαση Βραζιλιάνων στο Ρέντη. Το περίφημο φαξ προς Μόσχα για τον Ντούντου έλαβε διαστάσεις επιθεώρησης, νεαροί φερέλπιδες από την χώρα του καφέ δοκιμάζονταν στον Ρέντη, και πριν λήξει έστω και μαθηματικά το πρωτάθλημα, όλοι ασχολούνταν με τον μεταγραφικό σχεδιασμό της επόμενης χρονιάς.

Υπήρξε βέβαια εκεί κοντά στο Πάσχα ένα συμβάν που τάραξε την αθλητική κοινωνία, πολύ περισσότερο κι από τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού από το Κύπελο Ελλάδος, για πρώτη φορά στην ιστορία του από ομάδα μικρότερης κατηγορίας: τα γεγονότα της Λεωφόρου Λαυρίου. Η αγανάκτηση του κόσμου του Ολυμπιακού έφθασε σε εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς έβλεπε την ομάδα του να συμφύρεται με άτομα και δραστηριότητες του υποκόσμου και το ρεπορταζ της ομάδας να καλύπτεται από αστυνομικού και δικαστικούς συντάκτες.
Το πρωτάθλημα τελείωσε μαθηματικά, κι ενώ τελείωνε και αγωνιστικά, έπεσε η βόμβα Ριβάλντο και όλα όσα κωμικοτραγικά την ακολούθησαν. Καθώς ο Ντούντου αποδείχθηκε ότι μόνο για διακοπές θα ερχόταν στην Ελλάδα και η εναλλακτική αυτού λύση Λούκας υπέγραφε σε μια ομαδούλα του Λίβερπουλ για ευτελές ποσό, η παρέλαση των βαρύγδουπων ονομάτων θύμιζε πλέον παρέλαση στον Άγνωστο Στρατιώτη. Μακελελέ, Τουντζάι και άλλοι ποδοσφαιριστές «ων ουκ έστι αριθμός» ήρθαν να παρηγορήσουν ένα κόσμο που κυρίως αισθανόταν ντροπή για τα (αληθινά - ψέυτικα; ποιός ξέρει; ) δάκρυα του Ρίμπο.. Ταξίδια εδώ κι εκεί, φήμες, ονόματα, πρωτοσέλιδες υποσχέσεις για ανανέωση με ουσία και εντυπώσεις, αλλά μεταγραφές μηδέν (0). Το φλέρτ με τον Σπυρόπουλο κατέληξε σε ναυάγιο από την στιγμή που η διοίκηση του Πανιωνίου αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση κάτω από τα …3 εκ. Ευρώ (!!!), στην Τούμπα ακούστηκαν παρόμοια νούμερα για τον Χριστοδουλόπουλο (τον ποδοσφαιριστή, όχι τον τραγουδιστή), ο Αβράαμ Παπαδόπουλος μετά το ματς Ολυμπιακού - Άρη έπαυσε να γοητεύει, ο Άντζας φαίνεται ότι χρειάστηκε 600.000 ευρώ τον χρόνο για να φτιάξει ο ψυχισμός του και …αυτά… Βέβαια υπήρξε και μια προσπάθεια συγκέντρωσης νεαρών εξελίξιμων ποδοσφαιριστών ηλικίας κάτω των 15 - 16 ετών, αλλά από την στιγμή που ο Μενδρινός που προέρχεται από τις ακαδημίες του Ολυμπιακού έπαιξε για πρώτη φορά βασικός την καριέρα του στο τελευταίο ματς ενεντίον του Ιωνικού, αυτά ακούγονται τουλάχιστον παρηγοριά στον άρρωστο.

Από την άλλη πλευρά άρχισαν οι αποδεσμεύσεις. Στην συντριπτική πλειοψηφία οι αποδεσμεύσεις βρήκαν σύμφωνο τον κόσμο του Ολυμπιακού. Βέβαια η περίπτωση Ανατολάκη και για μία ακόμη φορά ο άκομψος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η ομάδα έναν ποδοσφαιριστή που υπήρξε βασικό στέλεχος της ένδεκάδας και στα 11 τελευταία χρόνια δημιούργησαν πάλι έναν προβληματισμό, ο οποίος όμως δεν βρήκε χώρο να αναπτυχθεί διότι επισκιάστηκε από τις διοικητικές ανακατατάξεις στην ΠΑΕ με την αποχώρηση Λούβαρη και Θεοδωρίδη και την έλευση Π. Κόκκαλη ως διευθύνοντος συμβούλου και Ι. Ίβιτς ως τεχνικού διευθυντή. Αξιοσημίωτες και οι δηλώσεις περί «ισοσκελισμού του budget» και η φημολογίας περί διαθεσίμου 10 εκ. ευρώ για μεταγραφές, μισθούς κ.ο.κ.

Τότε ο κόσμος του Ολυμπιακού ξανακράτησε την ανάσα του: άλλοι από αγωνία και άλλοι από οργή. Η οβιδιακή μεταμόρφωση και αλλαγή πλάνων, η παρατεταμένη καθυστέρηση στην ανακοίνωση μεταγραφών (ουδείς πέταξε ακριβώς από την χαρά του στο άκουσμα της επιστροφής Άντζα) και το νέο σήριαλ «Λεμονής - Ίβιτς», με τον ένα θιασώτη του 4-4-2 με δύο αμυντικά χαφ και τον άλλο του 4-4-2 σε σχήμα ρόμβου (Ματζουράκη έφυγες νωρίς), έφεραν τα πράγματα στο απροχώρητο. Το σήριαλ Τουντζάι είχε ήδη λήξει, το σήριαλ Μακελελέ βγήκε άρον - άρον από το πρόγραμμα και οι σχεδιασμοί ( ; ) Λεμονή για Ρόμενταλ, Τόμασον κ.λπ. μπήκαν στο συρτάρι. Εμφανίστηκε η λίστα Ίβιτς, με ποδοσφαιριστές που είχε προτείνει και στην προηγούμενη ομάδα του και στροφή στην αγορά της Αργεντινής, με τα ονόματα των Γκαλλέτι, Βερόν, Κολοτσίνι, Ινσούα, Καρμπόνι να βρίσκονται δίπλα - δίπλα με τους Μονταΐνι και Τσιρίλο και τους οπαδούς του Ολυμπιακού να βγάζουν τα κομπιουτεράκια προκειμένου να ισοσκελίσουν το budget και να τετραγωνίσουν τον κύκλο, …πριν περικυκλώσουν την πλατεία Αλεξάνδρας.

Το ρόστερ της ομάδας είχε συρρικνωθεί σε επίπεδα μπάσκετ, κι αν δεν υπήρχαν οι τελικοί των play off, κανείς δεν ξέρει που θα μπορούσαν να έχουν φτάσει τα πράγματα. Η ανακοίνωση των νέων εισητηρίων διαρκείας έγινε μέσα σε μια γενικότερη ατμόσφαιρα ιλαρότητας (κυκλοφορούσε άλλωστε η φήμη ότι οι μεταγραφές θα συνέπιπταν με την διάθεση των διαρκείας). Οι μεταγραφικές εξελίξεις πήγαιναν από Παρασκευή σε Παρασκευή, η επίσκεψη των Scorpions έδωσε λαβή για φαρμακερά σχόλια και όλοι προετοιμάζονταν για σκηνικά εποχών της δεκαετίας του ‘80, με συνταγές για …κορνέ να κάνουν την εμφάνισή τους στις 26 Αυγούστου, οπότε ο Ολυμπιακός θα εγκαινιάσει το νέο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Στις 23 Ιουνίου 2007, εγένετο Νούνιες ο πρώτος. Ο νεαρός επιθετικός της Argentinos Juniors είναι η πρώτη μεταγραφή της ομάδας μας, ένας επιθετικός για τον οποίον το μόνο που είναι γνωστό πέραν των στατιστικών του είναι ότι ενδιέφερε τον προπονητή της δευτεραθλήτριας Ελλάδος. Τότε εμφανίστηκε στο προσκήνιο το αποτέλεσμα των παλινωδιών και των σφαλμάτων της υπερδεκαετούς διοίκησης Κόκκαλη. Όσοι προσπάθησαν να δουν με ψυχραιμία τα πράγματα δεν μπορούσαν να μην θυμηθούν τις κόμπρες από το Εκουαδόρ, τους γύπες από την Ουρουγουάη, τα λιοντάρια από την Αίγυπτο, τους ελέφαντες από την Ακτή Ελεφαντοστού (και η ανακοίνωση της μεταγραφής Τουρέ στην Barcelona αντί 12 εκ. ευρώ δεν βοηθάει τα πράγματα), τα ελάφια από την Γκάνα και γενικότερα τις αποτυχημένες επιλογές που έχουν θαυμάσει τα ματάκια μας στο Καραϊσκάκη. Ο αφόρητος σουσουδισμός "των μεγάλων παικτών που μόνο ο πρόεδρος μπορεί να φέρει" με το λιβάνισμα από τα εξαπτέρυγα του τύπου στην διοίκηση έφεραν απογοήτευση στον κόσμο του Ολυμπιακού που περίμενε μεταγραφές επιπέδου …Τέβες και Ρικέλμε, εφόσον καλοί παίκτες, πιο προσιτές και οικονομικές λύσεις, όπως ο Ρόμενταλ, μπήκαν στο περιθώριο.

Και τώρα; Τα (ελεγχόμενα) δημοσιεύματα κάνουν λόγο για Μορφέο, Γκαλλέτι και Γκαγιάρδο για την θέση του κεντρικού χαφ - ο δεύτερος μπορεί να παίξει και δεξιά, Κολοτσίνι για την θέση του σέντερ μπακ, ακούστηκε (αλλά μάλλον πρόκειται για σενάριο θερινής νυκτός) Σορίν για την θέση του αριστερού μπακ ή έναν νεαρό διεθνή με τις ελπίδες Πορτογάλλο. Τα περί Σαμαρά μάλλον υπάγονται στην σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Θεωρείται σίγουρη η μεταγραφή του πολλά υποσχόμενου Μήτρογλου που εντυπωσίασε με την Εθνική Ελπίδων, και επιστρέφει ο Σίκωφ που θα έχει από την νέα σαιζόν κοινοτικό διαβατήριο και την εκτίμηση Λεμονή - Ίβιτς.

Επομένως έχουμε και λέμε: Άντζας, Σίκωφ, Νούνιες και Μήτρογλου ( ; ) Αναμένεται η μισή Εθνική Αργεντινής. Και έπεται συνέχεια. Προβλέψεις στο τρελό θηριοτροφείο που λέγεται Ολυμπιακός δεν μπορούν να γίνουν. Αυτό που μπορεί κάποιος σίγουρα να πει πάντως είναι ότι χάθηκε αδικαιολόγητα πολύς χρόνος, ο οποίος θα μπορούσε να έχει επενδυθεί παραγωγικά. Τώρα το σύνθημα είναι «τρεχάτε ποδαράκια μου», κι ας ελπίσουμε ότι τα πόδια του δαφνοστεφανωμένου έφηβου θα αντέξουν.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2007

Αδικία…


Σε έναν αγώνα που ήταν πραγματικό θρίλερ, η ομάδα του Ολυμπιακού ηττήθηκε από τον Ιταλικό γίγαντα του γουότερ πόλο, Πρό Ρέκο με σκορ 9 – 10.

Το παιχνίδι ξεκίνησε ιδανικά για την ομάδα του Πειραιά. Ο Γιώργος Αφρουδάκης πέτυχε το πρώτο γκολ του φάιναλ-φορ, ανοίγοντας το σκορ μετά από 2΄12΄΄ από τη θέση του φουνταριστού. Όμως, ο Ολυμπιακός έχασε δύο κόντρες και τρεις ευκαιρίες με παίκτη παραπάνω ως το τέλος της πρώτης περιόδου και οι Ιταλοί στον παίκτη παραπάνω, πήραν προβάδισμα 2-1. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παίκτες της Πρό Ρέκο έχασαν την πρώτη επίθεση με αριθμητικό πλεονέκτημα (όσο το σκορ ήταν ακόμη 1-0) και στη συνέχεια ευστόχησαν σε έξι συνεχείς.

Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε με γκολ του Τάμας Κάσας (πάντα στον παίκτη παραπάνω), όμως ο Αφρουδάκης στην κόντρα μείωσε σε 3-2, 4.52 πριν την ανάπαυλα. Οι επιθετικές επιλογές των «ερυθρολεύκων» όμως ήταν πολύ κακές στο πρώτο ημίχρονο και οι πρωταθλητές Ιταλίας δεν τους συγχώρησαν. Με άλλα δύο γκολ, ανέβασαν τη διαφορά στα τρία γκολ κι έφτασαν στο 5-2 στα μισά του αγώνα.

Το τρίτο δεκάλεπτο ήταν ιδιαίτερα ισορροπημένο. Αρχικά ο Ντόσκας σκόραρε στην κόντρα με το ξεκίνημα της περιόδου, αλλά ο Βουγιαζίνοβιτς απάντησε άμεσα. Ο Γιώργος Αφρουδάκης πέτυχε ένα εκπληκτικό γκολ από θέση φουνταριστού, με μια φανταστική λόμπα, αλλά ο οι Ιταλοί έκανα το 7-4, 5.10 πριν τη λήξη της τρίτης περιόδου, σε μία φάση όπου ο Τάσος Σχίζας αποβλήθηκε οριστικά με τρεις ποινές. Στο σημείο αυτό η Προ Ρέκο είχε ευκαιρίες να «καθαρίσει» το ματς, αλλά ο Νίκος Δεληγιάννης με τις αποκρούσεις του (οι δύο από αυτές σε κόντρες των Ιταλών) κράτησε «ζωντανή» την ομάδα του Βαγγέλη Πάτερου. Στα 35΄΄ πριν τη λήξη του οκταλέπτου, ο Πέτρε Σάντα βρήκε επιτέλους στόχο στον παίκτη παραπάνω, μετά από οκτώ χαμένες ευκαιρίες των Πειραιωτών, και μείωσε σε 7-5.

Η μεγάλη αντεπίθεση μόλις είχε ξεκινήσει...

Ο Ντόσκας μείωσε σε 7-6 με παίκτη παραπάνω, έξι λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα, όμως το τρίτο γκολ του Βλάντιμιρ Βουγιαζίνοβιτς επανέφερε αμέσως τη διαφορά στα δύο γκολ. Κάπου εκεί ανέλαβε δράση ο Άντριγια Κομάντινα, ο οποίος 5.10 πριν το τέλος σκόραρε από την περιφέρεια και, αφού ο Ολυμπιακός έχασε τρεις επιθέσεις, ο Κροάτης ισοφάρισε στον παίκτη παραπάνω, 2.10 πριν τη λήξη. Μάλιστα, στη φάση αυτή τελείωσε το ματς για τον Βουγιαζίνοβιτς (τρεις ποινές), που ήταν ο κορυφαίος παίκτης της ιταλικής ομάδας, όμως στην αμέσως επόμενη φάση τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και ο Κομάντινα, με τον Καλκατέρα να εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και να ξαναδίνει προβάδισμα στην Προ Ρέκο (9-8), 1.38 πριν τη λήξη. Ο Νίκιτς πήρε αποβολή (τρίτη και γι΄αυτόν) και ο Ντόσκας στα 57΄΄ ισοφάρισε, όμως στο τέλος όλα λειτούργησαν λάθος. Οι παίκτες του Βαγγέλη Πάτερου, που είχαν δεχθεί και τα εννέα γκολ με αριθμητικό μειονέκτημα, έκλεισαν την άμυνά τους ωστόσο ο Φελούγκο βρήκε την ευκαιρία με μακρινό σουτ στα 33΄΄ (καθυστέρησε να τον κλείσει ο Χατζηθεοδώρου) να στείλει τη μπάλα στη γωνία του ανήμπορου να αντιδράσει Δεληγιάννη, αφού ο Έλληνας γκολκίπερ είχε κόντρα τον ήλιο, και δεν ήταν σε θέση να μπλοκάρει την μπάλα. Έτσι διαμορφώθηκε το τελικό 10-9. Οι πρωταθλητές Ελλάδας είχαν μία τελευταία ευκαιρία, όμως η πάσα του Σάντα προς τον Νίκιτς δεν ήταν καλή, οι Ιταλοί έκλεψαν τη μπάλα και κράτησαν τη νίκη μέχρι το τελευταίο σφύριγμα των διαιτητών.

Το κλειδί: Τα ποσοστά των νταμπλούχων Ελλάδας στον παίκτη παραπάνω ήταν κάτι περισσότερο από παιδικά (4/14, 0/8 ως λίγο πριν το τέλος της τρίτης περιόδου), ενώ οι Ιταλοί στον ίδιο τομέα ήταν σχεδόν αλάνθαστοι (9/11, απίστευτο ποσοστό για τέτοιο ματς), ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα η διαφορά έμοιαζε παγιωμένη στα τρία γκολ κάτι που καθυστέρησε ιδιαίτερα την ομάδα του Πειραιά.

Τα οκτάλεπτα: 1-2, 1-3, 3-2, 4-3

Οι σκόρερ των δύο ομάδων:

Ολυμπιακός: (Πάτερος): Ντόσκας 3, Αφρουδάκης 3, Κομάντινα 2, Σάντα 1

Προ Ρέκο: (Πόρτζιο): Βουγιαζίνοβιτς 3, Φελούγκο 2, Φιλιόλι 1, Κάσας 1, Μπετίνι 1, Καλκατέρα 1, Σοτάνι 1

Πληροφορίες από το http://www.sport24.gr