Πέμπτη 9 Αυγούστου 2007

ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΑΜΠΑΛΟΙ

Ο μέσος οπαδός του Ολυμπιακού που θα διαβάσει αθλητική εφημερίδα, θα ακούσει αθλητικό ραδιόφωνο ή θα κινηθεί σε διαδικτυακούς χώρους συζητήσεων, αν δεν ρίχνει τακτικά το βλέμμα του στο ημερολόγιο, εύκολα θα παρασυρθεί στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε στα τέλη Απριλίου και η ομάδα μας έχει και μαθηματικά υποβιβαστεί στην Β’ Εθνική.Άπαντες βάλουν κατά απάντων και ένας μυστήριος διχασμός επικρατεί ανάμεσα σε υποστηριχτές και πολέμιους κάθε ενός προσώπου και επιλογής που αφορά στο ποδοσφαιρικό τμήμα του Ολυμπιακού. Ο πλουραλισμός και η ποικιλία απόψεων ποτέ δεν έβλαψε, φτάνει να μιλάμε για νηφάλιες και τεκμηριωμένες τοποθετήσεις κι όχι για κραυγές, οιμωγές, πανηγυρισμούς και ψιθύρους, με σταθερότητα ανεμοδείκτη και virtual επιχειρηματολογία.

Από την δικαιολογημένη αγωνία και αγανάκτηση λόγω της εξοργιστικής απώλειας χρόνου στην έναρξη της μεταγραφικής περιόδου, περάσαμε στην ομοίως δικαιολογημένη δυσπιστία και επιφύλαξη απέναντι στις διοικητικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην ομάδα. Από ΄κει με την ανακοίνωση των πρώτων μεταγραφών άρχισε η άκρατη θριαμβολογία και εν συνεχεία έλαβε χώρα ο παραλίγο εμφύλιος για το θέμα Καστίγιο, όπου πέραν του ερωτήματος αν πρέπει να πωληθεί ή όχι και σε ποιά τιμή, σημειώθηκε διχασμός και για το πόσο αξίζει τελικά ο εν λόγω ποδοσφαιριστής. Ακολούθως άρχισε η παραφιλολογία του παντελονιάσματος του ποσού της μεταγραφής Καστίγιο οπότε επικράτησε παγωμάρα λόγω της ύφεσης της μεταγραφικής δραστηριότητας της ομάδας και φτάνουμε στην έναρξη των φιλικών αγώνων της ομάδας.

Κακομαθημένοι σε τίτλους και «παιχταράδες» νεαροί της τελευταίας δεκαετίας, συμπλεγματικοί 30άρηδες με την ανάμνηση των πέτρινων χρόνων να τους κυνηγά ακόμη στον ύπνο τους, ξεχασμένοι σε μια άλλη εποχή μεσήλικες και γηραιότεροι οπαδοί του Ολυμπιακού, όλοι μαζί κι ο καθένας ξεχωριστά βάλουν κατά δικαίων και αδίκων και απαξιώνουν το υλικό μιας ομάδας που ανάθεμα αν ένας από τους ποδοσφαιριστές μπορεί να απαριθμήσει τα μικρά ονόματα όλων των συμπαικτών του. Εν ενεργεία διεθνής ποδοσφαιριστής της Εθνικής Αργεντινής χαρακτηρίζεται παλτό ή ημίπαλτο μετά τα πρώτα 60 λεπτά ενός φιλικού με τον Πανιώνιο.

Ο τεχνικός διευθυντής της ομάδας (που μέχρι πρότινος ετοιμαζόταν να αντικρύσει τον αδριάντα του στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά) μετατρέπεται σε κορόϊδο που σκορπάει τα λεφτά της ομάδας σε παίκτες που δεν τα αξίζουν ή σε λαμόγιο που φουσκώνει τις τιμές για να κονομήσει 1 εκ. ευρώ ο μεγαλομέτοχος της ομάδας (ο οποίος συγκαταλέγεται στους πλέον εύπορους Έλληνες). Ο προπονητής της ομάδας, εγνωσμένης προπονητικής μετριότητος, οφείλει να απολογηθεί γιατί η ομάδα δεν αποδίδει θέαμα και αποτελέσματα στο πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου (δικαίως κάποιος έβαζε στοίχημα ότι αν η ομάδα είχε φορμαριστεί οι ίδιοι θα πετροβολούσαν τον Λεμονή για το πρόωρο φορμάρισμα). Στο πρώτο φιλικό της ομάδας στην έδρα της οι φίλαθλοί της την αποχαιρετούν με γιούχα και ρίψη μπουκαλιών, στο δε δεύτερο φιλικό εντός 48 ωρών κατά το μήνα Αύγουστο οι κραυγές αποδοκιμασίας ξεπερνούσαν και αυτές της φιέστας. Ο δε Πανιώνιος πάει καρφί για διηπειρωτικό…

Στο γενικότερο πλάνο θα πρέπει να προστεθούν αθλητικογράφοι οι οποίοι ως νέοι Ιάγοι, προκειμένου να εκμαιεύσουν 1 ευρώ, δεν έχουν πρόβλημα να γράφουν πομφόλυγες απελπισίας που κονταροκτυπιούνται με πομφόλυγες θριάμβου στο προηγούμενο φύλλο. Κι ο οπαδός που στη μοναξιά της γνώσης του τί πραγματικά χρειάζεται η ομάδα αλλά στην ΠΑΕ είναι όλοι άσχετοι και λαμόγια (αν και οι σχιζοφρενείς πρακτικώς δεν είναι ποτέ μόνοι, όπως λέει κι ένα τραγούδι), καταπίνει αμάσητα όσα πνευματικά απορρίματα τον ταΐζουν, «αφού το λέει κι ο Στόκος που γράφει στην Χέστηκεηφοράδαστογενίτζαμί News» και βρίσκει συντροφιά στο trip της εφαρμοσμένης παράνοιας.

Η εικόνα της ομάδας προς το παρόν είναι μάλλον αποκαρδιωτική. Το περίεργο βέβαια, με δεδομένη την χρονική συγκυρία, την φάση της προετοιμασίας, την ευρύτατη αλλαγή προσώπων αλλά και τα κενά του ρόστερ, θα ήταν να προσφέρει jogo bonito. Φαίνεται ότι οι περσινοί ευρωπαϊκοί διασυρμοί που ακολούθησαν τις περηφανείς νίκες της προετοιμασίας δεν προβλημάτισαν κανέναν. Προσφάτως διαζευχθείσα με την κοινή λογική, η πλατιά μάζα των οπαδών της ομάδας ζητάει από τον Κόκκαλη να πουλήσει την ομάδα στους Αγγελόπουλους, τους Λάτσηδες, το Σουλτάνο του Μπρουνέι ή τον Μπιλ Γκέϊτς, να σκάσει και καμμιά διακοσάρα από όσα βούτηξε από το ταμείο και να φύγει, από τον Ίβιτς πριν πλησιάσει κάποιον παίκτη ή κάποια ομάδα να συμβουλεύεται τα οπαδικά φόρα που έχουν τσεκάρει τον παιχταρά από βιντεάκια των 5 λεπτών στο Youtube, από τον Λεμονή να κουβαλήσει στην πλάτη του τον Λίπι, τον Λουξεμπούργκο τον Αλέφαντο ή τον Λίνεν στον Ρέντη και μετά να αυτοπυρποληθεί στην πλατεία Δημαρχείου, οι δε άχρηστοι παίκτες ή να παίξουν την μπάλα της ζωής τους αλλιώς θα τους γονιμοποιήσουν οι ίδιοι οι οπαδοί τους ή να σηκωθούν να φύγουν και να πάνε να μονάσουν στο Κατμαντού. Κι όλα αυτά με επιχειρήματα του στυλ «ο μεγάλος παίκτης παίζει αμέσως, όπως ο Μαραντόνα, ο Κρόιφ κι ο Τοροσίδης».

Ο Κλιντ Ήστγουντ ως Επιθεωρητής Κάλλαχαν έχει εκστομίσει μια από τις ιστορικότερες ατάκες στην ιστορία του κινηματογράφου, συσχετίζοντας την προσωπική άποψη με την φυσική οπή αποβολής περιττωμάτων. Λίγη αυτοσυγκράτηση πριν η ομάδα πνιγεί στα περιττώματα είναι αναγκαία. Εν ανάγκη, καλοκαιράκι είναι, μια βουτιά στην θάλασσα ή ένα κρύο ντους ενδείκνυται.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007

Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία - Μέρος Β



Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία

Του Étienne de La Boétie

Μέρος Β


3. Ατομικότητα και Συλλογικότητα

Ομαδικότητα ή ατομικό ταλέντο, προπονητικό σκάκι ή ποίηση του απρόβλεπτου, Ολλανδία του Κρόυφ ή Βραζιλία του Πελέ: Αυτά είναι μερικά από τα διλήμματα τα οποία δίχασαν, διχάζουν και θα συνεχίσουν να διχάζουν τους ποδοσφαιρόφιλους ανά την υφήλιο. Όχι άδικα, μιας και το ποδόσφαιρο είναι, περισσότερο από κάθε άλλο ομαδικό άθλημα, το πεδίο συμβολικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις απαιτήσεις της ατομικής μοναδικότητας και της συλλογικής αρμονίας που απασχόλησαν την φιλοσοφική και κοινωνική σκέψη, ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση.

Υπάρχουν, ως εκ τούτου, οπαδοί που φιλελευθερίζουν, υποστηρίζοντας μαζί με τον Άνταμ Σμιθ ότι η συλλογική ευτυχία θα έρθει μόνη της, όταν δωθεί αρκετός χώρος στην έκφραση της ατομικής πρωτοβουλίας. Άλλοι που Μαρξίζουν-Λενινίζουν, θεωρώντας ότι η ατομική έκφραση μπορεί να δικαιωθεί μόνο μέσα από την εκπλήρωση του αιτήματος της συλλογικής νίκης στον αγώνα. Και άλλοι, σαφώς λιγότεροι, που Μπακουνίζουν, διατηρώντας επιφυλάξεις τόσο για τον ανομολόγητο οικονομισμό της λατρείας του ατομικού ταλέντου όσο και για τον υποβόσκοντα ολοκληρωτισμό της εξιδανίκευσης της πειθαρχημένης οργάνωσης της συλλογικότητας. Στο ιστορικό πεδίο όπως γνωρίζουμε, νικητής αναδείχτηκε ο φιλελευθερισμός του Σμιθ και των ιδρυτών της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας. Όχι τυχαία, το ποδόσφαιρο ως προϊόν μηντιακής εκμετάλλευσης βασίζεται στην έννοια του ατομικού ταλέντου, και κατ’ επέκταση στην εικόνα των ποδοσφαιρικού σταρ, των Πελέ της ποδοσφαιρικής πολιτικής οικονομίας. Το Σοβιετίζον πρότυπο του “ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου,” από την άλλη πλευρά, μοιάζει να έχει μπει στο ίδιο χρονοντούλαπο της ιστορίας με τα πενταετή πλάνα ανάπτυξης της πρώην ΕΣΣΔ, ενώ το επίθετο “άναρχο” χρησιμοποιείται επιτιμητικά, για να καταδείξει το ανοργάνωτο και άρα εκ πρωιμίου καταδικασμένο σε αποτυχία ποδόσφαιρο.

Από την πλευρά της, η φιλοσοφία, μετά τον τιτάνιο αλλά τελικά άκαρπο αγώνα του Σαρτρ στην Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου, έχει σταματήσει να προσπαθεί να διατυπώσει ολοκληρωμένες προτάσεις για την δυνατότητα υπερκερασμού της πεισματικής αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική και συλλογική διάσταση των κοινωνικών υποκειμένων, δικαιώνοντας την διάσημη ρήση του Μαρξ (στη Γερμανική Ιδεολογία) ότι κάθε κοινωνία θέτει στον εαυτό της μόνο τα προβλήματα αυτά που μπορεί να επιλύσει. Στο ποδόσφαιρο όμως, η πρακτική της επιτυχημένης ομάδας επιβάλλει την άμβλυνση των αλληλοσυγκρουόμενων επιταγών και προτεραιότητων των δύο πόλων. Η ομάδα “παίζει μπάλα” στον βαθμό που ατομική πρωτοβουλία και συλλογικότητα συναντώνται και αλληλομεταμορφώνονται, στο βαθμό δηλαδή που υπερβαίνονται αμφότερες διαλεκτικά. Η σύνθεση αυτή προσφέρει, έστω παροδικά, την εμπειρία μιας ουτοπικής υπέρβασης τόσο των αντιφάσεων της κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας όσο και των ορίων της δυνατότητας “θεωρητικής” επίλυσής τους. Αυτή την υπερβατική και συνάμα αισθητή και παροντική promesse de bonheur το ποδόσφαιρο τη μοιράζεται με την ουτοπικότερη και ίσως όχι τυχαία λιγότερο αναπαραστατική των τεχνών, τη μουσική. Αν και το φαντασιακό των ποδοσφαιρικών συστημάτων παραπέμπει στην οργάνωση του στρατιωτικού τάγματος εν ώρα μάχης, ο γράφων θα θεωρούσε σαφώς πιο παραγωγικό τον παραλληλισμό της σωστής ποδοσφαιρικής λειτουργίας με την λειτουργία της μουσικής μπάντας.

4. Dasein, οντολογία και ποδοσφαιρική ανία

Κάθε ποδοσφαιρόφιλος που σέβεται τον εαυτό του έχει περάσει έναν ικανό αριθμό απογευμάτων αντιμέτωπος με την ποδοσφαιρική ανία ενός οπαδικά αδιάφορου για τον ίδιο αγώνα—τις αργόσυρτες εκείνες στιγμές κατά τις οποίες ο χρόνος μοιάζει να μετεωρίζεται, η μπάλα να κυλά άσκοπα, οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές να υπνωτίζονται από τον ρυθμό τους, και η ματιά χάνεται στη δίνη σκόρπιων και ανερμάτιστων λεπτομερειών. Η τελευταία σέντρα φάνηκε εξ αρχής ότι δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά και το μάτι έχει ήδη επανεστιάσει στη γυαλιστερή καράφλα του μπροστινού, στη διαφημιστική ταμπέλα πίσω από τα γκολποστ, στον βαριεστημένο εκτός φάσης αμυντικό, ή στον έναστρο ουρανό, ψάχνοντας προσωρινό καταφύγιο από την ανυπαρξία οπτικού αγκυροβολήματος, ενώ ταυτόχρονα, ασήμαντα θραύσματα από την μέρα στο γραφείο, τα ψώνια στο σουπερμάρκετ, ή την κίνηση στο δρόμο για το γήπεδο αιωρούνται ράθυμα στο μυαλό.

Σε γενικές γραμμές ο επαγγελματικός αθλητισμός τρέμει την ανία, την απροειδοποίητη εμφάνιση δηλαδή της δίνης που απομακρύνει τον θεατή από την μελέτη του φαινομενικού κόσμου της δράσης και των γεγονότων και τον βυθίζει στο βουβό, α-νόητο κόσμο της ύπαρξης του ιδίου του όντος, της αβύσσου δηλαδή του Χαιντεγκεριανού Dasein. Για τον Χαίντεγκερ, βέβαια, και η φιλοσοφία, προσκολλημένη καθώς είναι στην ταύτιση του υποκειμένου με την έλλογη συνείδηση, τρέμει την άνοια της αβύσσου αυτής: Το όλο εγχείρημα της φιλοσοφικής μεταφυσικής δεν είναι έτσι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να περιβληθεί από τη λήθη και να απωθηθεί η αποκάλυψη της α-λήθειας του χαίνοντος κενού του γυμνού είναι. Υπάρχει ως εκ τούτου μια ενδιαφέρουσα αναλογία μεταξύ της ιστορίας της φιλοσοφίας και της ιστορίας της εξέλιξης του ποδοσφαίρου από Χαιντεγκεριανή σκοπιά: όπως η ΦΙΦΑ ή η ΟΥΕΦΑ, η φιλοσοφία έχει κηρύξει πόλεμο κατά της εμπειρίας του είναι-ως-ανία και έχει εφεύρει κάθε λογής περιορισμούς και κανόνες για να εξολοθρεύσει τον αντίπαλό της—μάταια φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις.

Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσει κανείς ότι ως αβάσταχτη ελευθερία από την προσκόλληση στο ανθρωποκεντρικό και έλλογο νόημα των φαινομένων, η ανία βιώνεται μονοσήμαντα ως αρνητική εμπειρία. Υπάρχει στο ποδόσφαιρο (όπως και στο μπέιζμπολ, τον πραγματικό από αυτή την άποψη συγγενή του ποδοσφαίρου στην Αμερική) μια σχεδόν ευφορική διάσταση στην παράδοση του θεατή στην ενατένιση του στατικού κόσμου του Dasein. Πηγαίνει κανείς στο γήπεδο με την προσδοκία να δει έναν ενδιαφέροντα αγώνα, ναι, αλλά επίσης συμφιλιωμένος με το ενδεχόμενο να καταλήξει επέκεινα του ενσυνείδητου εαυτού του, μαγνητισμένος από το σακουλάκι με τα τσιπς, τη φθορά στο μπρος μέρος των παπουτσιών του, ή τον ακριβή σχηματισμό του γονάτου του. Προετοιμασμένος, με άλλα λόγια, να βυθιστεί για λίγο στη βουβή και αδικαιολόγητή του ύπαρξή του ως ον, να αφουγκραστεί τον αδιόρατο παλμό του εαυτού του ως απλόν είναι. Δεν είναι άραγε η δυνατότητα ενός εξόχως ανιαρού Κυριακάτικου απογεύματος στον ανοιξιάτικο ήλιο αντί της υστερικά υπεραπασχολημένης και θορυβώδους κοινωνικότητας των ημερών μία από τις κρυφές και ανομολόγητες ηδονές του ανθρώπου που καλλιεργεί την συνήθεια του γηπέδου?

5. Η Ποιητική του Άυλου Ποδοσφαίρου

Μιλήσαμε μόλις για μία από τις φιλοσοφικά ενδιαφέρουσες εμπειρίες του ποδοσφαιρόφιλου θεατή στο γήπεδο. Στην ευρύτερη οικογένειά του γράφοντος, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ήταν κάτι που παρακολουθούσε κανείς δια ζώσης κατ’ εξαίρεση, συνήθως όταν ερχόταν στην πόλη για ένα από τα τρία τοπικά ντέρμπυ ο Ολυμπιακός. Ούτε όμως, τουλάχιστον μέχρι να κλείσει η δεκαετία του 70, ήταν κάτι που έβλεπε κανείς από τον τηλεοπτικό δέκτη. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ήταν μία μάλλον ακουστική εμπειρία με έντονο το τελετουργικό στοιχείο: Κυριακή απόγευμα σήμαινε συγκέντρωση άρρενων μελών στο πατρικό σπίτι γύρω από το τοτεμικό αντικείμενο ενός ραδιοφώνου μάρκας, αν ενθυμείται ο γράφων σωστά, Crown. Ως το κατά πολύ νεότερο μέλος μιας φυλής πέντε γαύρων τριών γενεών, ο γράφων διατηρεί την θύμηση της ευτυχίας της συμμετοχής σε αυτή την ιδιότυπη και κλειστού κύκλου μυσταγωγία, που εκ των υστέρων μοιάζει να υπέχει το χαρακτήρα μύησης στα μυστήρια της οικογενειακής ταυτότητας και της ενήλικης αρρενωπότητας.

Οι απαρχές λοιπόν της συμμετοχής στην ποδοσφαιρική μαγεία ήταν ακουστικές, και πιο συγκεκριμένα, άμεσα συνδεδεμένες με τον λόγο, τον ρυθμό εκφοράς του, τις δραματικές παύσεις του, την δυναμική των μεταφορών του. Για όσους πρόλαβαν τις “μέρες ραδιοφώνου” δεν θα φανεί παράξενη αυτή η φαινομενικά παράδοξη σύνδεση μεταξύ ενός χαμηλού πολιτιστικού πρεστίζ αθλήματος και της έκθεσης στην κατά κυριολεξία ποιητική δυναμική του λόγου, στην έκθαμβη παιδική αναγνώριση της ικανότητάς της φωνής να ποιήσει ένα άυλο, παράλληλο, ετεροτοπικό κόσμο όπου οι ενέργειες των παικτών, επειδή ακριβώς βασιζόντουσαν στην συμμετοχή της εικονοποιητικής φαντασίας του ως ακροατή, ήταν πάντα κατά τι εντυπωσιακότερες, πιο ακροβατικές, και περισσότερο ηρωικές από αυτές της πραγματικότητας. Στο άυλο γήπεδο των ραδιοκυμάτων, κάθε φάση μύριζε γκολ, οι ευκαιρίες ήταν σαφώς πολυπληθέστερες, οι αποστάσεις των γραμμών σαφώς μικρότερες, οι παίκτες έτρεχαν δαιμονισμένα ή εξαφανιζόντουσαν εντελώς απ’ το πεδίο της περιγραφής, και η μπάλα είχε ένα τρόπο να διακτινίζεται ασυνεχώς από το ένα σημείο του γηπέδου στο άλλο.

Στο δοκίμιό του “Ο Αφηγητής Ιστοριών,” ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αναλύει διεξοδικά τον λαϊκό και προ-βιομηχανικό ρόλο του προφορικού αφηγητή, δίνοντας έμφαση στην συλλογική και διαδραστική διάσταση της άφηγησης στην προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, σε αντίθεση με το αστικό milieu του μυθιστοριογράφου, όπου ο λόγος, γραπτός πλέον, απευθύνεται σε απομονωμένους αναγνώστες-καταναλωτές. Ανάλογης υφής φαίνεται να είναι το πέρασμα από το φωνοκεντρικό ποδόσφαιρο του ραδιοφώνου στο εικονοκεντρικό θέαμα του συνδρομητικού καναλιού, που εξαντλώντας με τα τεχνολογικά του μέσα την εικόνα των διαδραματιζομένων, έχει καταστήσει τον οπαδό απλό αποδέκτη ενός ήδη επεξεργασμένου προϊόντος. Αυτός πιθανόν είναι ένας από τους λόγους που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έχουν την τάση να θεωρούν πάντα τους ποδοσφαιριστές με τους οποίους μεγάλωσαν σπουδαιότερους από τους τωρινούς: Η τάση εξιδανίκευσης και γιγάντωσης των κάθε λογής παρελκομένων της παιδικής ηλικίας συναντά την μνήμη της σαγήνης ενός ποδοσφαίρου που δεν είχε ακόμη απομαγευτεί από την τηλεοπτική τεχνολογία.

6. Περί του πέναλτι ως φιλοσοφικού παραδείγματος

Τι είναι το πέναλτι? Μία ποινή φυσικά, η οποία εκτελείται υπό το κανονιστικό καθεστώς αυτού που ο Καρλ Σμιτ ονομάζει “κατάσταση εξαίρεσης,” μίας κατάστασης, δηλαδή που παραδόξως επιβάλλει την ισχύ των κανονισμών αίροντας για λίγο τους κανόνες του παιχνιδιού: Ο χρόνος παγώνει και οι παίκτες τοποθετούνται αναγκαστικά έξω από την μικρή περιοχή, χωρίς δικαίωμα να επεισέλθουν στο χώρο μέχρι η μπάλα να φύγει από τα πόδια του ποδοσφαιριστή που εκτελεί. Τα δρώντα υποκείμενα είναι μόνο δύο, αντιμέτωπα το ένα με το άλλο σε συγκεκριμένη απόσταση και θέση. Η στιγμή έχει σαφώς τελετουργικές διαστάσεις: Περιβάλλεται από την επισημότητα, τον σεβασμό στην ακριβή στιγμή της πράξης και την γεμάτη ένταση σιωπή των τελετουργικών κορυφώσεων. Αν οι όροι “εκτέλεση” και “εκτελεστής” από την άλλη μοιάζουν να δίνουν στην έννοια της ποινής μια μάλλον κυριολεκτική διάσταση, το γεγονός είναι ότι το πέναλτι είναι μια κατ’ εξαίρεσιν δυνητικά αναίμακτη ποινή, μιας και υπάρχει πάντα η δυνατότητα να μην καταλήξει σε γκολ.


Η διάσταση αυτή της παρέκκλισης από τις μονοσήμαντα τιμωρητικές διαστάσεις που συνδηλώνει η έκφραση “εσχάτη των ποινών” μας αναγκάζει να προσθέσουμε ένα επιπλέον, πιστεύω καθοριστικής σημασίας, συμβολικό στρώμα σε αυτά της τελετουργίας και του νόμου. Πρόκειται για την συμβολικό πρότυπο της μονομαχίας μεταξύ ίσων, που εδώ παραπέμπει σε αρχαϊκού είδους πρακτικές. Ο εκτελεστής και ο τερματοφύλακας αντίστοιχα δεν ενεργούν απλώς εκ μέρους του εαυτού τους και η σύγκρουσή τους δεν είναι στενά προσωπική. Καθένας τους κουβαλάει επάνω του τη μοίρα ολόκληρης της ομάδας-φυλής που εκπροσωπεί, και άρα και την ευθύνη για τη μοίρα αυτή. Αν μίλησα για αρχαϊκές πρακτικές, επομένως, είναι γιατί η εκτέλεση πέναλτι επαναλαμβάνει συμβολικά τους αρχαίους Ελληνικούς και Ρωμαϊκούς θρύλους στρατών που, εξαντλημένοι από τις απώλειες της μάχης, διαλέγουν από έναν εκπρόσωπο και του ζητούν να επιλύσει τις συλλογικές διαφορές δια της ατομικής σύγκρουσης μέχρι θανάτου. Δίχως αυτή την διάσταση της συλλογικής ευθύνης που μετατίθεται σε “εκπροσώπους,” το πέναλτι δεν θα είχε το υπαρξιακό βάρος που έχει (αν σκεφτεί κανείς ότι η ομάδα με τη σειρά της αντιπροσωπεύει ένα έθνος ή μια πολυπληθή συλλογικότητα, η οποία για μια στιγμή βαραίνει εξ’ ολοκλήρου ένα και μόνο σώμα, τότε αποκτά την συναίσθηση των τρομακτικών διαστάσεων που δυνητικά αποκτά η προσωπική ευθύνη, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αγώνων ύψιστης σημασίας). Το πέναλτι, ως εκ τούτου, έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει στους δύο παίκτες μια προσομοίωση της συντάραξης της ύπαρξης από τις επιταγές της δυσβάστακτης ευθύνης της απόφασης, εν ολίγοις του υπαρξιακού σύμπαντος του Άμλετ. Όχι τυχαία, Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι του Βιμ Βέντερς (1972) εκκινείται από αυτήν ακριβώς την ανακάλυψη της υπαρξιακής βαρύτητας που εν δυνάμει συνοδεύει κάθε ποδοσφαιρικό πέναλτι.


Το πέναλτι, τέλος, διδάσκει κάτι σημαντικό για την φιλοσοφική κατανόηση της έννοιας της απόφασης. Αν και συνηθίζουμε να θεωρούμε ότι η λήψη αποφάσεων είναι μια διαδικασία έλλογη και βασισμένη στον υπολογισμό ή το σχεδιασμό, καμμία γνήσια απόφαση, όπως δείχνουν κατ΄επανάληψη τόσο ο Σμιτ όσο και ο Ντεριντά, δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την εθελούσια εγκατάλειψή μας σε αυτό ακριβώς που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ή να ελέγξουμε. Αλλιώς δεν θα υπήρχε λόγος να μιλήσουμε για την απόφαση ως υπαρξιακό δεδομένο, μιας και αποφάσεις εκ του ασφαλούς δεν θα ήταν αποφάσεις αλλά αυτοματισμοί, ενέργειες που δεν θα είχαν κανένα υπαρξιακό βάρος για το ανθρώπινο υποκείμενο. Ο Αβραάμ, για παράδειγμα, δεν παίρνει την απόφαση να υπακούσει τον Κύριο και να σφάξει το γιό του Ισαάκ γνωρίζοντας ότι θα υπάρξει θεία παρέμβαση που θα σώσει τον μονογενή του. Αν το γνώριζε, η ενέργειά του δεν θα ήταν απροϋπόθετη και δεν θα είχε καμμία θεολογική αξία. Έτσι και ο τερματοφύλακας που αποφασίζει για τη γωνία όπου θα εκτιναχθεί, το κάνει εγκαταλείποντας εκ των προτέρων κάθε βεβαιότητα για την πορεία και το ύψος της μπάλας. Εκθέτοντας το είναι του στην αφόρητη αβεβαιότητα της στιγμής, αναζητά τη λυτρωτική επέμβαση σχεδόν τυφλά.


Παρασκευή 3 Αυγούστου 2007

Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία

Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία

Του Étienne de La Boétie

Μέρος Α

Σοβαρά Παιχνίδια

Στo αξεπέραστο σκετς τους “International Philosophy οι Monty Python εκμεταλλεύτηκαν χιουμοριστικά την ιδέα της συνάντησης δύο κόσμων που εκ πρώτης όψεως είναι εντελώς ασύμβατοι μεταξύ τους: από τη μία αυτόν του ποδοσφαίρου, ενός λαϊκού και μαζικού αθλήματος που δεν διεκδικεί ούτε τις δάφνες του κλασικού αθλητισμού ούτε τον ταξικά εκλεπτυσμένο χαρακτήρα άλλων σύγχρονων αθλημάτων, και από την άλλη της φιλοσοφίας, της πιο “υψηλής,” πιο ατομικά εκφραζόμενης και πιο δυσνόητης των επιστημών του ανθρώπου. Το κωμικό στοιχείο προέκυπτε από την εκ των προτέρων δεδομένη δια της κοινής λογικής αδυναμία των φιλοσόφων—Ελλήνων και Γερμανών—να “παίξουν μπάλα,” την ασυμβατότητα τους δηλαδή με το παιχνίδι ως γενικότερη έκφανση ενός ζειν που είναι απαλλαγμένο από την βλοσυρή φιλοσοφική βαρύτητα, και με το ποδοσφαιρικό παιχνίδι ως ειδικότερη έκφραση αυτού του ζειν.


Θα ήταν όμως ελλειπής, και ελλειπής φιλοσοφικά, η συζήτηση του σκετς αυτού, αν δεν παρατηρούσε κανείς ότι αυτό που του χαρίζει κάτι παραπάνω από εφήμερη χάρη είναι η κρυφή σαγηνευτικότητα αυτής ακριβώς της εικόνας: η ιδέα δηλαδή της χαρμόσυνης συμφιλίωσης μιας φιλοσοφίας που μαθαίνει να “παίζει μπάλα,” και ενός ποδοσφαίρου που μαθαίνει να φιλοσοφεί--να φιλοσοφεί πρακτικά, μέσω του τρόπου με τον οποίο παίζει. Όχι τυχαία, ο σκόρερ του εν λόγω αγώνα είναι ο Σωκράτης, ο πιο παιχνιδιάρης ίσως των φιλοσόφων, αυτός για τον οποίο ήταν πάντα δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν μιλάει σοβαρά ή όχι, ή αν στο λόγο του σοβαρότητα και παιχνίδι ήταν ασύμβατες κατηγορίες. Και το γκολ, όπως θα ταίριαζε σε ένα πολέμιο των σοφιστών που στον Τίμαιο ταυτίζει τον εαυτό του μαζί τους, είναι εμπνευσμένα αμφισβητούμενο, όπως όλα τα γκολ φιλοσόφων στους αντιπάλους τους—του Σωκράτη στους Σοφιστές, του Χέγκελ στον Καντ, του Νίτσε στον Σωκράτη, του Μαρξ στον Χέγκελ, του Χάιντεγκερ σε όλους τους προηγούμενους, ή του Ντεριντά στον Χάιντεγκερ.


Υπάρχει λοιπόν τρόπος να πάρει κανείς το σκετς αυτό για την ιλαρή συνάντηση του παιγνίου και της φιλοσοφικής σοβαρότητας σοβαρά—που σημαίνει αναγκαστικά παιγνιωδώς, μιας και για να θυμηθούμε πάλι τον Σωκράτη, η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα σοβαρό παιχνίδι. Αυτό ίσως είναι το νόημα της διαβόητης δήλωσης του Ζακ Ντεριντά, του σημαντικότερου πιθανότατα φιλοσόφου του 20ου αιώνα, γνωστού για τα ατέρμονα του γλωσσικά παιχνίδια, ότι το όνειρό του ήταν να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής (γεννημένος στην Αλγερία, πιθανότατα θα ήθελε να είχε γίνει ένας Ζινεντίν Ζιντάν avant la lettre). Αλλά και στα καθ ‘ημάς, ο επίσης εκλιπών Παναγιώτης Κονδύλης, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της κριτικής απέναντι στον φιλελευθερισμό πολιτικής φιλοσοφίας, δεν είχε παραλείψει να δηλώσει ότι το μόνο που κάνει στην Γερμανία όταν δεν διαβάζει ή γράφει είναι να ασχολείται με το ποδόσφαιρο (βλέποντας ίσως στον ποδοσφαιρικό αγώνα κάτι σαν την τελετουργικά επαναλαμβανόμενη έκφραση της πρωταρχικότητας της σύγκρουσης και του αγώνα που συνδέει τον Ηράκλειτο και την αρχαία θεωρία του πολιτικού με τον αντι-φιλελευθερισμό του Μαρξ ή του Σμιτ).


Υπάρχει κάτι περισσότερο από ανεκδοτολογικό ενδιαφέρον σε αυτά τα παραδείγματα? Υπάρχει η δυνατότητα, με άλλα λόγια, να σκεφτεί κανείς φιλοσοφικά τόσο για το ποδόσφαιρο (κοιτάζοντας δηλαδή το παιχνίδι από έξω προς τα μέσα) όσο και με το ποδόσφαιρο (συναντώντας δηλαδή τη φιλοσοφία μέσα από την αυτο-θεωρητικοποίηση της ποδοσφαιρικής πρακτικής)? Θα απαντούσα, με πνεύμα τόσο παιγνιώδες όσο και σοβαρό, καταφατικά στις ερωτήσεις αυτές. Ας εξετάσουμε κάποιες από τις σημαντικές συναντήσεις φιλοσοφίας και ποδοσφαίρου, συνοπτικά και επιγραμματικά:


1. Η διαλεκτική ειρωνεία της ισοπαλίας

Τα περισσότερα αθλήματα κινούνται με βάση μια δυαδική λογική: υπάρχει νικητής και ηττημένος. Οι κατηγορίες αυτές όμως αναγκαστικά παραμένουν απόλυτες και στείρες στο βαθμό που στερούνται διαμεσολάβησης (mediation) και άρα δυνατότητας διαλεκτικοποίησης. Ως εκ τούτου στερούνται επίσης της δυνατότητας να οδηγήσουν στην ειρωνική γνώση, στην σύλληψη δηλαδή της ιστορικής μεταβλητότητας των πραγμάτων και της μεταλλαγής τους στα αντίθετά τους (μία από τις βασικές αρχές της διαλεκτικής του Χέγκελ). Ένα αγωνιστικό σύμπαν που περιλαμβάνει μόνο νικητές και ηττημένους έχει στενό χώρο περισυλλογής για αυτό που διαμεσολαβεί ανάμεσα στη νίκη και την ήττα εγγράφοντας τη μία μέσα στην άλλη—ως Πύρρειο νίκη για παράδειγμα, ή ως ευτυχή ήττα.

Η ποδοσφαιρική κατηγορία της ισοπαλίας—που δεν είναι ούτε νίκη ούτε ήττα, αλλά συγκρατεί και αφήνει να διαφανεί το ίχνος και των δύο ταυτόχρονα—αποτελεί ως εκ τούτου σημαντικό τρόπο προβληματικοποίησης της αφέλειας του δυαδισμού νίκης και ήττας στα περισσότερα των αθλημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως, οι ισοπαλίες αφήνουν στους οπαδούς και των δύο ομάδων πικρή γεύση. Η γεύση αυτή είναι η γεύση της ίδιας της διαλεκτικής ειρωνείας, η γεύση του κωνείου που χαμογελαστά πίνει ο Σωκράτης: ίσως γιατί ξέρει ότι ανάμεσα στο “φάρμακον” του κωνείου και το “φάρμακον” του φιλοσοφικού λόγου (βλ. Ντεριντά, “Πλάτωνος Φαρμακεία”) υπάρχει μια κάποια ισορροπία δυνάμεων, μια κάποια ισοπαλία. Ο Θουκυδίδης έδειξε στην Ιστορία των Πελοππονησιακών Πολέμων ότι γνώριζε εξίσου καλά την πικρή αυτή γεύση της διαλεκτικής γνώσης, αναγκασμένος να καταγράψει την σύλληψη μιας αλήθειας πολυπλοκότερης από τον αφελή ηρωισμό του Ομηρικού έπους: την ιδιαίτερα οδυνηρή, άγονη και χρονοβόρα “ισοπαλία” μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών που μακροπρόθεσμα θα έβρισκε και τους δύο χαμένους. Το ποδόσφαιρο γνωρίζει καλά πως υπάρχουν ισοπαλίες καταστροφικότερες από τις ήττες, άλλες που είναι σημαντικότερες από τις νίκες, και άλλες που δεν κρίνουν απολύτως τίποτε παρά την παράταση της αγωνίας για το τελικό αποτέλεσμα ενός ευρύτερου αγώνα. Πιθανόν, αν γεννιόντουσαν αργότερα, οι ιδρυτές της φιλοσοφικής και ιστορικής διαλεκτικής να ήταν ποδοσφαιρόφιλοι.


2. Η πρακτική της δημοκρατίας

Σε ένα από τα επεισόδια των Simpsons οι σεναριογράφοι φαντάζονται ένα μάτσο βαριεστημένων Αμερικανών να παρακολουθούν έναν αγώνα ποδοσφαίρου που διαφημίζεται ως ικανός να κρίνει “ποια είναι η ισχυρότερη χώρα του κόσμου: H Πορτογαλία ή το Μεξικό.” Η κωμική λεπίδα κόβει προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Από τη μία το αστείο είναι με τους Αμερικανούς και εις βάρος των υπολοίπων—είναι δεδομένο για τον τηλεθεατή της σειράς ότι ισχυρότερη χώρα είναι οι ΗΠΑ και άρα ότι η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο δεν συμβαδίζει με τα προφανή δεδομένα της πραγματικότητας. Από την άλλη όμως το αστείο είναι πικρόχολα εις βάρος των ίδιων των Αμερικανών θεατών: το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα όπου ο πολιτικά ή οικονομικά αδύνατος έχει ελπίδα, το άθλημα της έμπρακτης δημοκρατίας. Οι Αμερικανοί, οι επίσημοι δηλαδή εκπρόσωποι του πλανητικού εκδημοκρατισμού ως ιδεολογίας, καταλήγουν να δέχονται ως επίπλαστη τη δική τους ρητορική στο βαθμό που γελούν αυτάρεσκα με το αστείο.

Η σχέση του ποδοσφαίρου με την έμπρακτη δημοκρατία είναι πολλαπλή και βρίσκεται στη βάση της παγκόσμιας απήχησής του στις μάζες. Οι υλικές-οικονομικές προϋποθέσεις του είναι απόλυτα σπαρτιάτικες: μια μπάλα, έστω και αυτοσχέδια φτιαγμένη. Σε όλο τον πλανήτη το ποδόσφαιρο παίχτηκε, παίζεται και θα συνεχίσει να παίζεται ως άθλημα απόλυτα μινιμαλιστικό, όσα χρήματα και όση χρυσόσκονη και να επενδύονται στις επίσημες διοργανώσεις. Οι ρίζες του στην Αγγλική εργατική τάξη και τους έγχρωμους, ιθαγενείς και αποικιοκρατούμενους συνεχίζουν να τρέφουν όνειρα ξυπόλυτης ευτυχίας, και όχι μόνο αυτά που στο τέλος αποζημιώνονται με το χρώμα του χρήματος. Αυτοί που φαντασιώνονται τη δόξα στις αλάνες θα είναι πάντα περισσότεροι από αυτούς που βρίσκουν το δρόμο της μεταπρατικής νιρβάνα του “χρυσού συμβολαίου.”

Η δημοκρατικότητα του ποδοσφαίρου ως πρακτικής εκτείνεται, όπως ήδη επέδειξα, στον τρόπο με τον οποίο επαναχαρτογραφεί την διεθνή ιεραρχία δυνάμεων: Η συντριπτική πλειοψηφία των ατομικών και ομαδικών αθλημάτων στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου αναδιατύπωνε την γεωπολιτική σύγκρουση Ανατολικού-Δυτικού μπλοκ με σφήνα την “τρίτη λύση” του Κινέζικου μοντέλου. Την ίδια εποχή, οι ηγεμόνες και τα πρότυπα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου ήταν Βραζιλιάνοι, Αργεντίνοι, Ολλανδοί, Ιταλοί και Γερμανοί. Ο ποδοσφαιρόφιλος οπαδός, σε επίπεδο εθνών κρατών, είναι συνηθισμένος στην ιδέα της ισχύος των συχνά πολιτικά και οικονομικά αδυνάτων. Το ποδόσφαιρο παραμένει, σε πείσμα των αθεράπευτα κυνικών εκβιομηχανιστών και προμότερς του, ένα δικαιοκρατούμενο καρναβάλι όπου για λίγο ο κόσμος γυρίζει ανάποδα και ο φτωχός παίρνει τη θέση στον ήλιο που του στερεί η "κανονική" ζωή. Αν η Αdidas τιτλοφόρησε την καμπάνια του Euro 2004 “Impossible is Nothing,” η παντελώς άσημη και άκρως αντιεμπορική Εθνική της χώρας μας έδωσε στο σλόγκαν μια μάλλον σαρκαστικά κυριολεκτική γεύση για την πολυεθνική που πίστεψε τόσο λίγο στα ίδια της τα λόγια που δεν είχε προωθήσει στην αγορά πάνω από μια χούφτα από τις γαλανόλευκες που η ίδια σχεδίασε.

Τέλος, η δημοκρατικότητα του ποδοσφαίρου εκφράζεται στο πιο άμεσα υλικό και απτό επίπεδο, αυτό του ίδιου του σώματος. Κοντοί, ψηλοί, στραβοκάνηδες, παχουλοί, κοκκαλιάρηδες, άνθρωποι με στενό στέρνο ή αδύνατα χέρια—όλοι δυνητικά ελπίζουν, για όλους δυνητικά υπάρχει θέση σε μία ενδεκάδα. Χωρίς αμφιβολία, η επαγγελματικοποίηση και εμπορευματικοποίηση του ποδοσφαίρου έχει συρρικνώσει τα όρια της σωματικής δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, το κοντόχοντρο αλλά μανιασμένα ευέλικτο και κινητικό σώμα του Ντιέγκο Αρμάντο συνεχίζει να αποτελεί φάρο ελπίδας για τους φιλόδοξους ποδοσφαιριστές την ίδια στιγμή που το σώμα καταντά τυραννικό και απαγορευτικό όριο και όχι μέσο ελεύθερης και αυτόβουλης παιγνιώδους έκφρασης στα περισσότερα σύγχρονα αθλήματα. H φιλοσοφία στοχάστηκε την δημοκρατία εκ μέρους της δημοκρατίας για πάνω από δύο χιλιετίες. Το ποδόσφαιρο φιλοσοφεί στο βαθμό που υλοποιεί την απραγματοποίητη υπόσχεση της δημοκρατίας σε ένα πλανητικά διασπαρμένο ενενηντάλεπτο.